Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

Κατιαλένα Δέδε - Η χώρα των παιδιών


Ήταν Σαββατόβραδο του ’47. Οι δρόμοι άδειοι, κανέναν δεν έβλεπες  έξω. Όλοι βρίσκονταν στα σπίτια τους, τρώγοντας και πίνοντας, μέσ’ στη ζεστασιά. Μόνο ο άνεμος κυκλοφορούσε στους δρόμους, κάνοντας έτσι εκείνη την παγωμένη νύχτα ακόμα πιο κρύα.

Και ενώ όλοι ήταν ξέγνοιαστοι, μέσα σ’ ένα ερειπωμένο, μισογκρεμισμένο από σεισμό σπίτι, στο κέντρο της πόλης, βρισκόταν ένα δωδεκάχρονο αγόρι. Κωνσταντίνος το όνομά του, άλλα όλοι τον φώναζαν Κωστάκη. Ορφανός από μητέρα, την οποία είχε χάσει σε μικρή ηλικία, αλλά και από πατερά, ήταν πλέον μόνος του στον κόσμο και αγωνιζόταν να επιβιώσει. Δούλευε τον τελευταίο χρόνο ως μεταφορέας σε ένα εργοστάσιο, για έναν πλούσιο άντρα που είχε δύναμη και λόγο μέσα στην πόλη, με αντάλλαγμα να του δίνει έναν ελάχιστο μισθό για να καλύπτει τις ανάγκες του - αν και καμιά φορά ξεχνιόταν να τον πληρώσει, κι όταν του το θύμιζε, εκείνος χασκογελούσε λέγοντας: «Ε, μπαίνω και εγώ σε μια ηλικία…».

Σαν να μην του έφταναν όλα αυτά, τον προηγούμενο μήνα είχε χάσει σε ένα ατύχημα που συνέβη στο εργοστάσιο και τον δεκάχρονο φίλο του, τον Νικολή, ο οποίος ήταν επίσης ορφανός και δούλευαν μαζί. Το αφεντικό τού είχε πει να μη μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό το συμβάν, ωστόσο ο Κωστάκης δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο.

Στο μεταξύ, το μικρό παιδί, αρρώστησε βαριά. Από τις κακουχίες, την πολύωρη εργασία ή μήπως από τη στενοχώρια για την απώλεια του φίλου του; Ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε με σιγουριά. Είχε ξαπλώσει πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι και ήταν σκεπασμένος με μια κουβέρτα που του είχε φέρει η φουρνάρισσα μαζί με ένα πιάτο μεσημεριανό φαγητό.

- Φάε για να γίνεις καλά, του έλεγε ενθαρρυντικά, και να επιστρέψεις στη δουλειά σου!

Ο Κωστάκης χαμογελούσε, αν και μέσα του δεν ήθελε να επιστρέψει πίσω στο εργοστάσιο - γνώριζε όμως ότι δεν είχε άλλη επιλογή... Έτσι, έκανε υπομονή και κάθε βράδυ ένωνε τα μικρά του χεράκια μπροστά από το στήθος του και προσευχόταν στον Θεό, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή όλα θα άλλαζαν προς το καλύτερο.

Εκείνο το βράδυ, η ατμόσφαιρα ήταν πιο κρύα από ό,τι συνήθως. Παρά τους σωματικούς πόνους που ένιωθε, σηκώθηκε κι άναψε μια μικρή φωτιά με κάτι ξύλα που υπήρχαν στην κατεστραμμένη κουζίνα του σπιτιού. Άρχισε να ζεσταίνεται κάπως και αφού προσευχήθηκε, παραδόθηκε στον ύπνο.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο αέρας δυνάμωσε και χτυπούσε τα τζάμια του κτηρίου. Ο Κωστάκης όμως ταξίδευε σε έναν τόπο που αισθανόταν ελεύθερος, μια πόλη όπου όλοι ήταν αγαπημένοι, είχε πολλούς φίλους, έπαιζε όλη μέρα και ζούσε μια ζωή όπως ταίριαζε σε ένα παιδί της ηλικίας του…, μέχρι που το παράθυρο άνοιξε απότομα και αναγκάστηκε να διακόψει το ταξίδι του. Σήκωσε το κεφάλι του να ελέγξει τον χώρο και αφού δεν είδε κανέναν, έπεσε πάλι να κοιμηθεί. Ακούστηκε πάλι ένας θόρυβος, που δεν απασχόλησε όμως το παιδί, καθώς τον απέδωσε στον έντονο αέρα. Τότε διαισθάνθηκε μια κίνηση μέσα στο δωμάτιο και, όπως γύρισε, είδε με την άκρη του ματιού του μια σκιά. Τρομοκρατήθηκε, αλλά δεν κουνήθηκε, περιμένοντας να αντικρίσει τον εισβολέα και ελπίζοντας ότι δεν θα του έκανε κακό. Έχοντας ορθάνοιχτα τα καφετιά μάτια του, διέτρεξε με το βλέμμα του το δωμάτιο, ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Τότε, από μια σκοτεινή γωνία ακούστηκε μια φωνή.

- «Γεια σου, Κωστάκη!» του είπε χαμογελώντας γλυκά, κάνοντας σιγά σιγά την εμφάνισή του στο φως.

Ήταν ένα νεαρό αγόρι με ξανθά μαλλιά, μέτριου αναστήματος, και τον κοιτούσε με τα καταγάλανα μάτια του γεμάτα στοργή και αγάπη…

Πώς ήξερε το όνομά του; Πώς είχε μπει μέσα στο δωμάτιο; Αυτές κι άλλες  ερωτήσεις περνούσαν από το μυαλό του και τον κυρίεψε φόβος. Δεν του απάντησε, μόνο συνέχισε να το κοιτά παραξενεμένος.

- «Είσαι καλά;» τον ρώτησε το αγόρι, χωρίς να πάρει απάντηση. «Γιατί δεν απαντάς; Σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα;».

- Καλά είμαι…, είπε ο Κωστάκης δισταχτικά, παρατηρώντας ταυτόχρονα τις κινήσεις του νεαρού εισβολέα. Δεν φαινόταν επικίνδυνος. Τότε σκέφτηκε μήπως ήταν εργάτης του αφεντικού και είχε έρθει να ελέγξει αν είναι καλά. «Το αφεντικό σε έστειλε; Πες του ότι σύντομα θα επιστρέψω στην δουλειά. Απλώς είμαι λίγο άρρωστος ακόμα».

- «Το αφεντικό σου δεν ξέρει ότι τα παιδιά δεν πρέπει να δουλεύουν, αλλά να πηγαίνουν σχολείο και να παίζουν;» τον ρώτησε με σοβαρό ύφος. Ύστερα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τα επόμενα λεπτά κύλησαν σιωπηλά. Όταν η ώρα σήμανε δώδεκα, το ξανθό αγόρι του είπε με χαρά:

- «Πέρασε η ώρα και πρέπει να φύγουμε. Έλα!».

Ο Κωστάκης ανασήκωσε το κεφάλι του, με απορία και δισταγμό.

- «Να φύγουμε; Πού να πάμε;»

- «Μα στην πόλη που θα είσαι ελεύθερος φυσικά!

Ο νεαρός αναπήδησε και στάθηκε πάνω στο παράθυρο. Γύρισε το κεφάλι του στον Κωστάκη, ο οποίος ήταν ακόμα καθισμένος στο κρεβάτι του.

- «Τι περιμένεις;» τον ρώτησε χαμογελαστά και του άπλωσε το χέρι.

Να τον εμπιστευτεί; Αν ήθελε να τον βλάψει θα το είχε ήδη κάνει. Τα μεγάλα μάτια του Κωστάκη κοίταγαν τον νεαρό εισβολέα σκεπτικά.

Τότε σηκώθηκε από το κρεβατάκι του και με αργό βηματισμό τον πλησίασε και του έδωσε το χέρι του.

- «Πώς θα πάμε σε αυτήν την πόλη που λες;» ρώτησε γεμάτος απορία.

- «Μα πετώντας φυσικά!» του είπε με ενθουσιασμό.

Πριν προλάβει να αντιδράσει, ο νεαρός πήδηξε έξω από το παράθυρο συμπαρασύροντάς τον μαζί του. Ο Κωστάκης έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Όμως δεν ένιωθε να πέφτει… Ένιωθε να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Άνοιξε τα μάτια του και συνειδητοποίησε ότι πετούσε! Κοιτούσε τριγύρω του και έβλεπε κάθε σπίτι, κάθε μαγαζί και δρομάκι. Έβλεπε τους ανθρώπους να τρώνε στα σπίτια τους και να περνάνε καλά και τους συνομηλίκους του να παίζουν. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να απομακρύνονται και σε λίγο βρίσκονταν πια μακριά από την πόλη που δεν τον αγάπησε ποτέ.

Ο Κωστάκης δεν μιλούσε. Κοίταζε μόνο πού και πού τον νεαρό που είχε πάρει στα σοβαρά την αποστολή του και τον οδηγούσε στην πόλη που του είχε υποσχεθεί. Όταν ξανακοίταξε κάτω, κατάλαβε πως βρίσκονταν σε άλλη ήπειρο. Διέσχιζαν την Αφρική. Εκεί, λευκά αφεντικά, σαν το δικό του και ίσως ακόμη πιο άγρια, διέταζαν με θυμωμένες φωνές τους γηγενείς. Ανάμεσα τους διέκρινε ενήλικους άνδρες και γυναίκες, καθώς και παιδιά. Μάζευαν τσάι από τα κτήματα των λευκών που είχαν καταλάβει την αφρικανική γη και οι επιστάτες τούς επιτηρούσαν, μιλούσαν άσχημα στους εργάτες τους και σε μερικές περιπτώσεις τούς χτυπούσαν.

- «Μα γιατί τους φέρονται έτσι;» αναρωτήθηκε φωναχτά, αλλά η φωνή του χάθηκε στον αέρα.

Συνεχίζοντας το ταξίδι, πέρασαν από πολλές αφρικανικές χώρες. Ο Κωστάκης έβλεπε οικογένειες να παίρνουν χρήματα από εύπορους ανθρώπους που φαίνονταν να έχουν δύναμη. Οι γονείς αγκάλιαζαν τα παιδιά τους και έφευγαν χωρίς αυτά. Πετώντας πάνω από τα πλούσια σπίτια, έβλεπε τα παιδιά να έχουν μετατραπεί σε υπηρέτες: μικρά κορίτσια ασχολούνταν με το νοικοκυριό, ενώ τα αγόρια τριγύριζαν για να κάνουν διάφορα θελήματα… Αυτά τα παιδιά είναι σαν εμένα!

Σε πολλά μέρη του κόσμου είδε παιδιά να παίζουν με στρατιωτάκια, άλλα πάλι έπαιρναν στα χέρια τους καλοσχηματισμένα ξύλα και έπαιζαν πόλεμο προσποιούμενα ότι κρατούσαν όπλα. Όταν όμως έφτασαν στη Νότια Ασία, εκεί είδε παιδιά με αληθινά όπλα, με τρομαγμένη, αλλά ταυτόχρονα ψυχρή έκφραση προσώπου, να ορμούν μέσα στη φωτιά του πολέμου και να αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις με τις οποίες κανείς, ούτε μικρός ούτε μεγάλος, δεν θα ήθελε να βρίσκεται αντιμέτωπος. Το ταξίδι πάνω από την Ασία ήταν μεγάλο και οδυνηρό. Όπως και στην Αφρική, πολλά παιδιά, χωρίς να έχουν τους γονείς τους στο πλάι τους, βρίσκονταν στη δούλεψη μεγάλων και πλούσιων αφεντικών, στα σπίτια ή στα χωράφια τους.

Αφού διέσχισαν τον μεγάλο ωκεανό, έφτασαν και στην ξακουστή Αμερική. Δεν μπορούσε να δει πολύ καθαρά, στο νότιο τμήμα της ηπείρου πάντως έβλεπε  μικρόσωμα παιδιά που άλλοτε έμπαιναν σε σπηλιές κάτω απ’ τη γη και άλλοτε έβγαιναν από εκεί με πρόσωπα σκονισμένα, με βρώμικα ρούχα, κουβαλώντας διάφορα υλικά που φαίνονταν πολύτιμα. Μια συγκεκριμένη σκηνή τράβηξε την προσοχή του. Τρία παιδιά έβγαιναν με δυσκολία από ένα λαγούμι κρατώντας ένα τέταρτο παιδάκι στην αγκαλιά τους. Το εναπόθεσαν στο έδαφος και τα μάτια τους ήταν βουρκωμένα, ενώ οι επιστάτες που είχαν μαζευτεί ολόγυρα έμεναν σιωπηλοί και αδιάφοροι. Ο Κωστάκης κατάλαβε τι είχε συμβεί. Θυμήθηκε το ατύχημα που του κόστισε τον καλύτερό του φίλο. Μπορούσε να αισθανθεί την θλίψη των παιδιών αυτών. Ήταν το ίδιο συναίσθημα που κατέκλυζε και τη δική του καρδιά για τον Νικολή, για τον πατέρα του, για τη μητέρα που σχεδόν δεν είχε προλάβει να γνωρίσει. Με όλα αυτά τα παιδιά που είχε δει στο ταξίδι του τον συνέδεε κάτι κοινό: ένα θλιβερό παρελθόν κι ένα σκληρό παρόν!

- «Σχεδόν φτάσαμε», είπε ο νεαρός οδηγός του διακόπτοντας τις σκέψεις του.

Μετά από ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι, ο Κωστάκης πάτησε με τα πόδια του το έδαφος ενός άγνωστου αλλά φιλόξενου τόπου. Χαμογέλασε πλατιά, καθώς αντίκρισε παιδιά που μιλούσαν και έπαιζαν ξέγνοιαστα. Πλησιάζοντας το καθένα από αυτά, μάθαινε την ιστορία του, από πού καταγόταν, πώς ήταν η ζωή τους και πώς είχαν φτάσει εκεί. Αν και δεν βρισκόταν παρά μόνο λίγες ώρες κοντά τους, ένιωθε ότι τους γνώριζε από πάντα και ότι ήταν όλοι μαζί σαν μια μεγάλη οικογένεια.

Ξαφνικά, άκουσε μια φωνή να τον καλεί με το όνομά του:

- «Κωστάκη! Κωστάκη!»

Γύρισε το κεφάλι του και πριν προλάβει να αντιδράσει, ένα παιδί έπεσε στην αγκαλιά του. Ήταν ο Νικολής, ο πολυαγαπημένος του φίλος. Τον έσφιξε στα χέρια του και δεν ήθελε να τον αφήσει.

 - «Δεν το πιστεύω ότι ήρθες επιτέλους! Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω!» έλεγε με ανακούφιση ο φίλος του. «Με το που έφτασα εδώ, μίλησα αμέσως για σένα στον νεαρό φίλο μας. Ήξερα πόσο θα λάτρευες αυτό το μέρος!» συνέχιζε ο Νικολής χωρίς να παίρνει ανάσα. «Με διαβεβαίωσε ότι θα ερχόσουν κι εσύ εδώ ούτως ή άλλως, όταν θα ήταν η κατάλληλη στιγμή – και να που ήρθες!»

Ο Κωστάκης δεν μπορούσε κι αυτός να κρύψει τη χαρά του. Όταν όμως γύρισε το κεφάλι του, για να ευχαριστήσει τον νεαρό για το θαυμάσιο μέρος στο οποίο τον είχε φέρει, δεν τον είδε πουθενά. Κοίταξε τριγύρω του, τίποτα… Ύστερα έριξε μια ματιά στη γη και τότε τον ξεχώρισε. Βρισκόταν στην Αμερική, κοντά σε ένα παιδάκι που δούλευε στα βάθη ενός ορυχείου...

ΦΑΤΙΟΝΑ ΓΚΙΟΚΑ - ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ

 Πλέον τα δάκρυά μου είναι λίγα, το χαμόγελο μου μισό και η χαρά μου σε άλλο μονοπάτι. Αλλά αυτό που παραμένει ακόμη το ίδιο  είναι ο πόνος της ψυχής μου χαραγμένος στην καρδιά μου.

Έτσι λοιπόν ξεκινά η ιστορία μου, τον Δεκέμβριο του 1933. ΄Ηταν η μέρα που γεννήθηκα, σαν σήμερα, και όλοι τους ήταν τόσο χαρούμενοι αντικρίζοντας αυτή την όμορφη μικρή φατσούλα που μόλις είχε έρθει στη ζωή. Όμως πού να ’ξερα ότι μεγαλώνοντας αυτός ο κόσμος θα φάνταζε σαν μία ψευδαίσθηση, ένας κόσμος δίχως αύριο, χωρίς προοπτικές. Έφτασε λοιπόν η στιγμή που άρχισα να έχω συνείδηση και να καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου και από εκείνη τη στιγμή θα άρχιζε η καταδίκη μου.

Θυμάμαι εκείνη τη μέρα σαν σήμερα. Ήταν χειμώνας βαρύς, ένιωθες το κρύο να παγώνει τις φλέβες σου, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο που με απασχολούσε. Η μέρα έγινε νύχτα, οι ώρες λεπτά και τότε εγώ κι η μικρότερη αδερφή μου έπρεπε να πέσουμε για ύπνο, διότι αύριο ξημέρωνε μια καινούργια μέρα... επομένως μια νέα αρχή. Πάντα βίωνα το τέλος της μέρας δυναμικά και ευχάριστα, γιατί σήμαινε ότι συνεχίσω να ζω. Κι όμως, εκείνη τη νύχτα πετάχτηκα όρθια, τρομαγμένη αλλά προσπαθώντας ταυτόχρονα να ηρεμήσω την αδερφή μου, που είχε αρχίσει να κλαίει ταραγμένη από τις φωνές που ακούγονταν στο βάθος του διαδρόμου. Με θάρρος, χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες, έτρεξα να δω τι συνέβαινε στο δωμάτιο των γονιών μου. Αυτό που αντίκρισα ήταν μάλλον ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί... Ο πατέρας μου ασκούσε στη μητέρα μου σωματική και λεκτική βία. Εκείνη, αδύναμη να αντιδράσει, δεχόταν το κύμα της οργής με όλη τη σημασία των λέξεων. Έμεινα ακίνητη για ένα λεπτό καθώς δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι γινόταν. Γρήγορα όμως ξύπνησα και μπήκα μπροστά από τη μητέρα μου για να την προστατέψω.

Παρακαλούσα με κλάματα τον πατέρα μου να σταματήσει και απειλούσα ότι θα καλέσω την αστυνομία. Εν τούτοις τα πράγματα δεν θα εξελίσσονταν τόσο καλά για μένα... Άθελά μου έκανα τον πατέρα μου να σκεφτεί ότι μπορούσε να βρεθεί πίσω από τα κάγκελα της φυλακής για αρκετά χρόνια, απλώς και μόνο με ένα τηλεφώνημά μου. Φυσικά δεν θα άφηνε να συμβεί κάτι τέτοιο. Έπρεπε κάτι να κάνει για να σταματήσει τις φωνές που ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά και να με εμποδίσει να τον καταγγείλω. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε ένα ποτήρι που είχε στο κομοδίνο και -πονάω ακόμη και τώρα που το αφηγούμαι- το έσπασε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι μου. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισα ήταν τα όμορφα και πονεμένα μάτια της μητέρας μου να φωνάζουν με σπαραγμό στον πατέρα μου. Από το χτύπημα έπεσα στην αγκαλιά της, την ένιωσα, τη μύρισα και ίσως για τελευταία φορά της είπα με όλη μου την καρδιά και τη δύναμη που μου είχε απομείνει: «Μαμά, σε αγαπώ και θα σε αγαπώ για πάντα». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια μου. Το φως αντικαταστάθηκε με το σκοτάδι και έπεσε η μαύρη αυλαία.

Όταν ξύπνησα ήμουν στο νοσοκομείο και με ενημέρωσαν ότι είχαν περάσει δύο μέρες από εκείνο το βράδυ. Πριν προλάβω να ενημερώσω τη νοσοκόμα για το συμβάν, άνοιξε η πόρτα και είδα το τελευταίο άτομο που ήθελα να δω, έναν ξένο πλέον για μένα. Μόλις μείναμε μόνοι, όπως ήταν αναμενόμενο, το πρώτο πράγμα που έκανε ο αποκαλούμενος πατέρας μου ήταν να με απειλήσει ότι αν μιλούσα θα έθετα σε κίνδυνο τη ζωή της μητέρας και της αδερφής μου. Με την καρδιά μου πλέον πέτρα προσπαθούσα να αντλήσω κουράγιο από κάπου αλλά ήταν αδύνατον. Οι ώρες περνούσαν, μα άφαντα τα δύο αγαπημένα μου πρόσωπα. Είχα αρχίσει να ανησυχώ μήπως «ο πατέρας μου» τους είχε κάνει κακό. Τότε μπήκε στο δωμάτιο μια νοσοκόμα αθόρυβα, λες και έκρυβε κάποιο μυστικό, με πλησίασε και μου έδωσε διακριτικά έναν φάκελο. Πριν προλάβω να την ρωτήσω οτιδήποτε, είχε εξαφανιστεί.

Δεν θα το διακινδύνευα να ανοίξω τον φάκελο εκείνη τη στιγμή όσο και να το ήθελα, όσο και να φανταζόμουν ποιος ήταν ο αποστολέας. Ξημέρωσε. Δεν ήταν στο δωμάτιο κάνεις. Λογικά ο πατέρας μου είχε πάει να πάρει καφέ. Έτσι άρπαξα την ευκαιρία και άνοιξα τον φάκελο. Όπως το είχα υποψιαστεί... Ήταν από τη μητέρα μου και η μόνη φράση που έγραφε ήταν «σε αγαπώ και θα σε αγαπώ για πάντα», τα ίδια λόγια που της είχα πει προτού καταρρεύσω. Εκείνη τη στιγμή ο χρόνος σταμάτησε για μένα. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει και η ελπίδα μου είχε χαθεί. Δεν θα τις ξανάβλεπα. Η ζωή μου πια δεν είχε νόημα. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα πως δεν θα άντεχα όλη αυτήν τη θλίψη να με κυριεύει και σταδιακά να με σκοτώνει, όπως ο άνθρωπος τη γη.

Τα χρόνια περνούσαν, ο πατέρας μου γινόταν όλο και περισσότερο επικίνδυνος και βίαιος. Μια μέρα τον βρήκα αναίσθητο στο βρώμικο χαλάκι της εξώπορτας με αφρούς να βγαίνουν από το στόμα του. Κατάλαβα πως η υπερβολική δόση ουσιών και ο συνδυασμός με το οινόπνευμα τον είχε εξοντώσει σωματικά. Όμως το μίσος μου γι’ αυτόν και για τη δυστυχία που μου είχε προκαλέσει με έβαλαν σε μεγάλο δίλημμα. Να τον βοηθήσω και να συνεχίσω να βασανίζομαι για την υπόλοιπη ζωή μου ή να τον εγκαταλείψω και να απαλλαχθώ από αυτόν αλλά να με πνίγουν οι τύψεις; Δεν ξέρω τι με τρόμαζε πιο πολύ… Που τον βοήθησα τόσες φορές ή που θα τον βοηθούσα άλλες τόσες επειδή είμαι αυτή που είμαι. Ύστερα από λίγη ώρα ήρθε το ασθενοφόρο και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Αναγκάστηκα να πάω κι εγώ μαζί του γιατί ήμουν ο μόνος άνθρωπος που του είχε απομείνει πια - αν και δεν άξιζε τη συμπαράστασή μου. Οι γιατροί με ενημέρωσαν πως, αν δεν είχα πάρει τόσο άμεσα τηλέφωνο, τώρα ο πατέρας μου θα ήταν νεκρός. Του έσωσα λοιπόν τη ζωή. Και πού να ’ξερε αυτός ο άνθρωπος που με πλήγωνε καθημερινά ποιος ήταν ο λόγος που συνέχιζε να αναπνέει.

Πέρασαν οι μέρες και θα γυρνούσαμε σπίτι. Όμως η ψυχή μου ήταν τόσο ματωμένη που δεν ήξερα πόσο θα άντεχα να ζω μαζί του πια... Μόλις φτάσαμε, έτρεξα γρήγορα στο δωμάτιό μου από τον φόβο μήπως μου κάνει κάτι κακό. Είχε νυχτώσει πλέον. Είχε έρθει η ώρα να ελευθερώσω τη θλίψη μου και ν’ αρχίσω να ζωγραφίζω τα όνειρά μου. Άρχισα να σιγομουρμουρίζω τη μελωδία που τραγουδούσε η μαμά μου όταν ήμουν μικρή σε μένα και στην αδερφή μου. Ωραίες αναμνήσεις από τους αγαπημένους μου γέμιζαν τη μοναξιά μου. Αχχ, μου λείπουν και οι δυο τους τόσο πολύ... Γιατί να είναι τόσο άδικη η ζωή μαζί μου; Για το μόνο πράγμα που χαιρόμουν είναι που κατάφεραν και ξέφυγαν απ’ αυτό το μαρτύριο που τις βάραινε τόσα χρόνια. Δεν ήμουν θυμωμένη μαζί τους. Ξέρω... με παράτησαν, με εγκατέλειψαν μονάχη μου, αλλά είχα μάθει να ζω με τα χαστούκια που μου έδινε η ζωή. Έτσι κι αλλιώς, η καθημερινότητά μου ήταν ένα παιχνίδι επιβίωσης. Έπρεπε να παραμείνω ζωντανή.

Τα χρόνια περνούσαν. Είχα γίνει πλέον 18. Έφτασε η μέρα που έπρεπε να κάνω κι εγώ την επανάστασή μου και να γλιτώσω απ’ αυτήν την οδύνη της ζωής. Αποφάσισα να φύγω κρυφά από το σπίτι. Δεν μπορούσα να υπομένω άλλο τη βάναυση συμπεριφορά του πατέρα μου. Για τον λόγο αυτό ξύπνησα ξημερώματα. Είχα μαζέψει τη βαλίτσα μου από την προηγούμενη μέρα. Πήρα τα πράγματά μου και βγήκα αθόρυβα από το δωμάτιό μου για να μη με αντιληφθεί ο πατέρας μου. Για μια στιγμή νόμιζα ότι με άκουσε και η καρδιά μου σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο... Ευτυχώς ήταν η ιδέα μου. Μόλις κατάφερα να βγω από το σπίτι πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα τη διαδρομή μου δυναμικά και με θάρρος. Φυσικά δεν είχα κανένα φίλο που θα μπορούσε να με φιλοξενήσει. Έτσι η μόνη λύση ήταν να πάω σε ενα ίδρυμα για κακοποιημένες γυναίκες, εφόσον πλέον είχα ενηλικιωθεί. Εκεί θα ήταν το καταφύγιό μου μέχρι να ανακτήσω τις δυνάμεις μου και να σταθώ ξανά στα πόδια μου.

Είχα αρχίσει να κουράζομαι. Περπατούσα αρκετή ώρα, καθώς είχα λίγα λεφτά μαζί μου μόνο για το λεωφορείο. Επιτέλους έφτασα στη στάση και επιβιβάστηκα, αποφασισμένη να φύγω μακριά και ν’ αφήσω πίσω μου όλες τις άσχημες αναμνήσεις. Δεν μετάνιωνα για τίποτα και δεν σκεφτόμουν κανέναν. Πλέον θα κοιτούσα μόνο μπροστά. Ένα πράγμα κρατώ - έστω και αν το κατάλαβα αργά: το παρελθόν μου ήταν ένα μάθημα ζωής και δεν υπήρχε λόγος να νιώθω τύψεις και ενοχές για τις επιλογές μου. Τελικά αυτήν την ιστορία που γράφω θα τολμούσα να τη διαβάσω ξανά από την αρχή ως το τέλος; Θα είχα το κουράγιο να νιώσω πάλι αυτά τα συναισθήματα και να γυρίσω πίσω ξανά στις άσχημες αναμνήσεις;

Οι ώρες περνούσαν... Στο λεωφορείο είχα αρκετό χρόνο να συλλογιστώ για όλους τους στόχους που ήθελα να πετύχω στο μέλλον. Μετά από τόσο καιρό μπορούσα να κάνω αυτή τη σκέψη - ήταν απίστευτο! Να, ξέρετε, δεν ήταν τυχαίος ο προορισμός μου. Από μικρό παιδί ήθελα να προστατέψω όλους τους ανθρώπους που κακοποιούνταν κι ένιωθαν μόνοι και αβοήθητοι. Μόλις έφτασα στον προορισμό μου, αντίκρισα μπροστά μου ένα τεράστιο κτήριο γεμάτο με χρώματα που συμβόλιζαν την ενότητα, την αγάπη και το ξεκίνημα μιας καινούργιας αρχής. Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν. Όταν μπήκα μέσα, είδα την ελπίδα και τη λάμψη της ελευθερίας στα μάτια αυτών των παιδιών και των γυναικών. Για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό ένιωσα μέσα μου τόσο όμορφα. Είχα ξεχάσει πόσο ανακουφιστικό είναι αυτό το αίσθημα, το αίσθημα της ελευθερίας. Πήγα στη διευθύντρια του Ιδρύματος και της εξήγησα τους λόγους που με είχαν οδηγήσει εκεί και πως θα ήθελα κι εγώ μια θέση σε αυτόν το δικό τους μικρόκοσμο, πως θα ήθελα να μοιράσω αγάπη, να πάρω και να δώσω κουράγιο σε αυτούς τους ανθρώπους, να τους δείξω πως δεν είναι μόνοι αλλά όλοι μαζί ενωμένοι είμαστε μια γροθιά. Αυτή η καλοπροαίρετη κυρία, χωρίς δεύτερη σκέψη, μού έδωσε την έγκρισή της. Λυτρωμένη πια θα έκανα μια νέα αρχή, θα εργαζόμουν σε αυτό το ίδρυμα, εκεί που υπήρχαν τόσο καλοί άνθρωποι που πάλευαν για το δίκιο το δικό τους και των άλλων.

Από το επόμενο κιόλας πρωί γνώρισα τόσα πολλά πρόσωπα και χαρακτήρες που έχουν γίνει ήρωες στη συνείδησή μου. Είδα τόσα χαμόγελα και τόση αισιοδοξία, ανθρώπους που μετέδιδαν αυτόματα τη θετική τους ενέργεια. Και τότε κατάλαβα ότι αυτή η απόφαση, να βρεθώ εκεί, ήταν η πιο σωστή που είχα πάρει ως εκείνη τη στιγμή. Δεν θα άφηνα κανέναν πια να μου στερήσει την όρεξη για ζωή, να παραβιάζει τα όνειρά μου και να σβήνει το χαμόγελό μου. Πλέον ανήκα στον εαυτό μου και θα κρατούσα τη συμβουλή που μου έδωσε μια κυρία του Ιδρύματος: «Ζήσε την κάθε σου στιγμή λες και θα ήταν η τελευταία σου». Και αυτό είχα σκοπό να κάνω, αλλά υπήρχε ακόμη μια εκκρεμότητα. Να αναζητήσω τη μητέρα μου και την αδερφή μου, που τόσο επιθυμούσα να ξαναδώ μετά από τόσο καιρό. Οι κυρίες του Ιδρύματος βρήκαν πολύ εύκολα τη διεύθυνσή τους και μου κάλεσαν ένα ταξί. Χωρίς δεύτερη σκέψη, απλά μπήκα μέσα και έκανα την εξής ερώτηση τον εαυτό μου. Και τι έχω να χάσω; Απολύτως τίποτα... Το αντίθετο, θα ερχόμουν αντιμέτωπη με ερωτήματα που με βασάνιζαν τόσο καιρό και είχε έρθει η στιγμή να απαντηθούν.

Έφτασα, πήρα μια βαθιά ανάσα, χτύπησα το κουδούνι, η πόρτα άνοιξε κι αντίκρισα τη μαμά μου και την αδερφή μου. Μόλις τις είδα, κατέρρευσα. Όταν συνήλθα, στέκονταν από πάνω μου και με κοιτούσαν με αγωνία. Αγκαλιαστήκαμε τόσο σφιχτά που νόμιζα ότι ο χρόνος είχε σταματήσει και ήταν όλα μια ψευδαίσθηση. Τότε κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα πια να ζήσω μακριά τους. Ήθελα να είναι μέρος της καθημερινότητάς μου και της ευτυχίας μου. Το δίδαγμα που αποκόμισα απ’ όλα αυτα είναι πως η ζωή είναι σαν ένα καρδιογράφημα... Κάποιες φορές έχει τα πάνω της και άλλες φορές τα κάτω της, κανείς δεν θα ήθελε να δει μια ευθεία γραμμή. Γι’ αυτό, θα πω ένα πράγμα:  Η ζωή είναι στιγμές που εμείς δημιουργούμε και κανείς δεν έχει δικαίωμα να καθορίζει το «καρδιογράφημα» της δικής μας ζωής.

ΜΕΛΙΤΑ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ - ΤΟ ΚΥΜΑ

 

Κύμα, με συνεπαίρνεις σε άλλους κόσμους εσύ,

βλέπω την πλάση από άλλη οπτική,

με ένα κλικ μαθαίνω στη στιγμή,

αποκτώ τη γνώση μιας ολόκληρης ζωής.

 

Είσαι συνοδοιπόρος της πιο τρανής στιγμής,

αναρωτιέμαι μήπως έτσι είναι η ζωή…

Σε σένα εναποθέτω σώμα και ψυχή,

γίνεσαι η αιτία μιας άλλης μου αρχής.

 

Μιας αρχής που ξεκινά με θεμέλια νοερά,

σχέσεις εικονικές και ερωτηματικά.

Από το πλέγμα της σύγχυσης έχω παγιδευτεί,

να ξεφύγω προσπαθώ μα δεν βρίσκω αρχή,

φοβάμαι μην πνιγώ στη διαδρομή

αδυνατώντας να φτάσω στην απέραντη ακτή.

 

Καραδοκεί η δίνη της αυτοκαταστροφής,

αν δεν αλλάξω πορεία διαδρομής.

Είναι θέμα προαίρεσης ατομικής

η τύχη μιας ολόκληρης ζωής.

 

 

Ελεάννα Βαρσάμη Ανώνυμος εχθρός

Να πολεμήσω θέλω

Θέλω τον κόσμο να αλλάξω

για μένα, για σένα, για όλους

 

Να πολεμήσω θέλω

Μέσα μου καίει σπαρακτικά η φλόγα

Νερό κανένα δεν μπορεί να τη σβήσει

 

Να πολεμήσω θέλω

Όλα του κόσμου τα σαπισμένα αγάλματα

θέλω να ρίξω

 

Να πολεμήσω θέλω

μα ένας εχθρός δεν εμφανίζεται

τη δίψα μου για αλλαγή να σβήσει

 

Να πολεμήσω θέλω

κι ο ανώνυμος εχθρός γελάει

καθώς σιγά σιγά με καίει η δική μου φλόγα

 


 

Ελένη Άννα Βαρσάμη Ματωμένα λουλούδια

                                                                                                                    Μεσολόγγι, 07/04/1821

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

 Ξύπνησα το πρωί ιδρωμένη από τους εφιάλτες. Η πόλη μέσα στις φλόγες, παντού ουρλιαχτά, κλάματα. Ένα δάκρυ κύλησε ασυναίσθητα στο μάγουλο μου, αλλά το σκούπισα γρήγορα. Ένα όνειρο ήταν, τίποτε άλλο. Δεν ήταν το ιδανικό ξύπνημα, αλλά κατάφερα να σηκωθώ από το στρώμα στο πάτωμα. Τα πόδια μου δεν τα ένιωθα, το κεφάλι μου βούιζε, ήμουν εξαντλημένη.

 Το μικρό είχε σταματήσει να κλαίει, δεν είχε τη δύναμη, το κουράγιο. Πριν ανατείλει, είχα φωνάξει κιόλας τη γριά γειτόνισσα, για να φροντίσει το αγγελάκι μου. Χαιρετηθήκαμε και, όσο μιλούσαμε, έβλεπα την κούραση στα μάτια της, αλλά ήξερα πως κι αυτή έβλεπε το ίδιο στα δικά μου. Θα ήταν περίεργο πλέον, αν κάποιος έδειχνε καλά. Ύστερα από λίγο αποχαιρετιστήκαμε και μόνο που δεν έβγαλε την τρύπια της μαντίλα να μου την κουνήσει. Ήξερε που πήγαινα, ήξερα κι εγώ, απλά δεν είχα επιλογή.

 Πριν σημάνει η καμπάνα έξι, όλοι ήταν ξύπνοι. Με την καμπάνα άρχισε μια ακόμα μέρα, ένας ακόμα άθλος. Όσοι μπορούσαν βρίσκονταν στην εκκλησία, μερικοί μιλούσαν σιγανά με φόβο, οι περισσότεροι σιωπηλοί περίμεναν. Ο παπάς έβγαλε τα ελάχιστα αποθέματα ψωμιού, για να φάμε. Δίναμε ψίχουλα ο ένας στον άλλον και νερό από τον βούρκο. Τα σώματα των ανθρώπων ήταν κατεστραμμένα χωρίς επιστροφή. Μπορούσα να διακρίνω τα κόκαλα, το δέρμα τους δεν ήταν παρά μια μεμβράνη πλέον. Όλοι ήταν πέντε τόνους πιο σκούροι. Κανείς δεν θυμάται πότε είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε ένα κανονικό μπάνιο.

 Ύστερα από το φαγητό, αν μπορούμε να το αποκαλέσουμε έτσι, οι άντρες φίλησαν τις γυναίκες και έφυγαν προς τα τείχη. Η αλήθεια είναι πως τις ζήλευα. Ο δικός μου άντρας με αποχαιρέτησε πριν τον αγκαλιάσει η χαρά της ζωής. Η αδικία με έπνιγε βλέποντάς τες. Γιατί να φύγει ο δικός μου; Η μόνη μου ενθύμηση από αυτόν είναι οι αναμνήσεις και τα γράμματα. Αυτός με έμαθε τη γραφή και την ανάγνωση, μου φερόταν σαν ίση και αποφάσισε να μου δείξει ό,τι είχα στερηθεί από μικρή ηλικία λόγω των προκαταλήψεων της κοινωνίας. Προσπαθώ να τον τιμώ γράφοντας σε σένα, στο ημερολόγιο που μου έκανε δώρο λίγο πριν με αφήσει, ή διαβάζοντας το αγαπημένο του βιβλίο με τραγωδίες. Μου εξηγούσε γιατί το λάτρευε τόσο. Στις τραγωδίες υπήρχε πάντα λύτρωση. Στην πραγματική ζωή, όμως, εγώ δεν τη βλέπω.

 Με το πρώτο φως του ηλίου άρχισαν οι δουλειές. Εμείς οι γυναίκες κάναμε επιδιορθώσεις σε ρούχα, για να μας κρατάνε ζεστούς το βράδυ, ψάχναμε για κάτι βρώσιμο ή πόσιμο και φροντίζαμε τους αδύναμους συμπολίτες. Οι περισσότερες βοηθούσαν και στα τείχη το βράδυ. Η μάχη συνεχιζόταν και τη νύχτα. Όλοι όσοι μπορούσαν να συνεισφέρουν μαζεύονταν στα τείχη φτιάχνοντας τα διαλυμένα μέρη κρατώντας τα ζωντανά, για να μας δίνουν ζωή κι ελευθερία. Κι εγώ βοηθούσα κάθε μέρα. Βλέποντας τα, όμως, διαλυμένα και κατεστραμμένα ένιωθα τον Τούρκο μια ανάσα μακριά μου πλέον. Για πόσο ακόμα θα μας προστάτευαν αυτές οι πέτρες; Καλύψαμε τα κενά όσο μπορούσαμε, μέχρι που δεν είχαμε πλέον δύναμη ούτε να περπατήσουμε. Με αργά βήματα, καθώς τα πόδια μας φαίνονταν όλο και πιο βαριά, κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία, για να τελειώσουμε εκεί τη μέρα, όπως πάντα.

 Παντού ακούγονταν ψίθυροι, που έσπαζαν την καθολική ησυχία της βραδιάς, ελπίδες για σωτηρία, μια ηρωική έξοδο. Ή μήπως μια μαζική αυτοκτονία; Οι πιθανότητες δεν ήταν ποτέ με το μέρος μας και ούτε πρόκειται να είναι. Ύστερα από μια πρόχειρη, ανοργάνωτη συνάντηση οι ψίθυροι και οι ελπίδες έγιναν πράξη. Συμφωνήθηκε πως την Κυριακή των Βαΐων θα είμαστε ελεύθεροι. Το ηθικό των ανθρώπων αναζωπυρώθηκε, καθώς πλέον υπάρχει σκοπός.

 Επέστρεψα σπίτι κι άφησα την καημένη τη γριά να πάει να κοιμηθεί. Το παιδί κοιμόταν ήρεμο σαν άγγελος που ήρθε στη γη, σαν λουλούδι μέσα σ΄ ένα ξερό τοπίο φώτιζε το άχαρο σπιτικό μου. Το έδαφος χάθηκε κάτω από τα πόδια μου και σωριάστηκα στο πάτωμα. Η κούραση ήταν πλέον ανυπόφορη. Βρήκα τη δύναμη να φτάσω εσένα, ημερολόγιο μου. Είσαι η μόνη μου διαφυγή από αυτήν την αφιλόξενη πραγματικότητα. Δεν έχω τη δύναμη να φτάσω στο δωμάτιό μου. Θα ξαπλώσω εδώ δίπλα στο αγγελούδι μου. Κι όσο περνάν οι μέρες ποιος ξέρει; Μπορεί να δείχνω στο μικρό μου το Μεσολόγγι και να λέω “Ζήτω η έξοδος που μας έσωσε όλους!”

 Και οι μέρες περνούσαν, η μεγάλη μέρα πλησίαζε. Οι μάχιμοι άντρες ετοίμαζαν τ΄ άρματα, οι γυναίκες συντόνιζαν τον άμαχο πληθυσμό. Νεκρική ησυχία επικρατούσε στην πόλη. Όλη η πλάση, λες και προσπαθούσε να αναπληρώσει τη χαρά που είχε χαθεί πια από το Μεσολόγγι, αναδείκνυε όλο της το μεγαλείο. Τα λουλούδια άνθιζαν και στα πιο ξερά τοπία, τα πουλιά τραγουδούσαν χαρούμενα άσματα, θαρρείς πως είχαν έρθει άγγελοι στη γη. Όλα έδειχναν λες και ο Θεός είχε ευλογήσει τη μέρα εκείνη, λες και είχε στείλει τους αγγέλους του στη γη. Όσο όμορφη όμως ήταν η φύση, τόσο ασφυκτική ήταν η ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Όλοι γνώριζαν τις πιθανότητες και, ενώ έδειχναν ατρόμητοι, μες στο μυαλό τους κυριαρχούσαν η ανασφάλεια, η αμφιβολία και ο φόβος, αλλά εφάρμοσαν το σχέδιο χωρίς δισταγμό, χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν αντανακλαστικό. Οι άντρες, που είχαν ξεχάσει πώς είναι η ζωή χωρίς το τουφέκι, περικύκλωναν τον άμαχο πληθυσμό, ενώ οι γυναίκες προσπαθούσαν να προστατέψουν τους πιο ευάλωτους, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Μέχρι ένα σημείο οι εξελίξεις φαίνονταν ευνοϊκές για τους Μεσολογγίτες. Και μετά έφτασε ο στρατός τον Τούρκων. Η μάχη που ακολούθησε έμοιαζε με εκείνη του Δαβίδ με τον Γολιάθ. Απλά χωρίς το αίσιο τέλος. Οι Τούρκοι όρμησαν κι έσπειραν το χάος και τον θάνατο στον μεσολογγίτικο λαό. Παντού ακούγονταν ουρλιαχτά και κλάματα, ενώ τα λουλούδια μέσα στο ξερό τοπίο ποτίστηκαν με αίμα.

Πάντως ποτέ δεν σταμάτησαν να είναι γενναίοι και ατρόμητοι απέναντι στον εχθρό. Το ηθικό τους ποτέ δεν κλονίστηκε, ακόμα κι αν ήταν στα πρόθυρα του θανάτου. Τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εκεί δεν μπορούν καν να αναφερθούν. Τόση βία δεν μπορεί να περιοριστεί σε λίγο μελάνι πάνω σε κάποιο χαρτί. Πόσες και πόσες μάνες είδαν τα ίδια τους τα παιδιά να σκοτώνονται βίαια μπροστά τους λίγο πριν αποχαιρετήσουν κι αυτές τον κόσμο. Οι λίγοι που επιβίωσαν δεν ήταν ποτέ οι ίδιοι μετά από το γεγονός. Αυτή η έξοδος είναι απόδειξη πως η ζωή δεν είναι δίκαια, πως ακόμα και οι πια αγνές πράξεις μπορούν να αποβούν καταστροφικές.

Η μάχη τελείωσε. Οι νεκροί ήταν τόσοι πολλοί που δεν διακρίνονταν τα λουλούδια και το χορτάρι. Οι ελάχιστοι επιζώντες δεν ήταν με τους συμπολίτες τους, γιατί ήταν πολύ τραυματισμένοι για να θεωρηθούν ζωντανοί. Αυτοί δεν ξέχασαν ποτέ το γεγονός, έμεινε ανεξίτηλη η μάχη στα μάτια τους, αξέχαστος ο ήχος στα αυτιά τους. Δεν ξεπέρασαν ποτέ την εμπειρία και σε πολλές περιπτώσεις δεν άντεξαν το βάρος της. Όλοι κραυγάζουν “Ζήτω η έξοδος του Μεσολογγίου!”, αλλά αυτοί γνωρίζουν όλη την ιστορία, τον φόβο, τον θρήνο, τον θάνατο. Όλοι λένε πως οι κάτοικοι ήταν ατρόμητοι, αλλά αυτοί ξέρουν πως τους έπνιγε η αγωνία, η αδικία, η αμφιβολία, η ανασφάλεια. Όλοι παραδέχονται πως οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες, αλλά αυτοί ακόμα πεινάνε και διψάνε, ακόμα πονάνε. Κανείς δεν θέλει να πεθάνει, αλλά αυτοί γνωρίζουν τον θάνατο καλά και, όταν θα έρθει να τους πάρει, θα είναι σαν να χαιρετούν έναν παλιό φίλο. Η εμπειρία αυτή είναι σαν σύννεφο που τους περικυκλώνει μέρα και νύχτα, είναι πάντα εκεί, το Μεσολόγγι που τόσο πολύ αγάπησαν και τόσο βάναυσα έχασαν. “Η ζωή είναι ρόδα και γυρίζει” λέει ο σοφός λαός, όμως γι΄ αυτούς δεν γυρίζει από τότε. Η χαρά έχει σβήσει από το βλέμμα τους, καθώς η θλίψη έχει πάρει μόνιμα τη θέση της.

Το Μεσολόγγι δεν είναι πλέον μια πόλη. Είναι ιστορία και μάλιστα μια που κρύβει πιο πολύ πόνο απ΄ όσο μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος. Όσα έγιναν εκεί δεν πρέπει να ξαναγίνουν, αλλά, αν υπάρχει ένα σίγουρο γεγονός, είναι πως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι όσο ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από τα λάθη του, δεν θα υπάρχει μόνο ένα Μεσολόγγι κι ούτε μια ιστορία. Και τα λουλούδια θα ξαναβαφτούν στο αίμα και οι μάνες θα χάσουν πάλι τα παιδιά τους και ο θάνατος θα έρθει να αγκαλιάσει ξανά τους ανθρώπους σαν να μην πέρασε μια μέρα. Πόσα Μεσολόγγια να υπάρξουν ακόμη άραγε; Όλοι μιλάνε για ειρήνη, μα κανείς δεν την καταλαβαίνει. Είναι μια αλλά, τη διαιρούν, είναι απλή, αλλά τη δυσκολεύουν, είναι κοινή, αλλά την χωρίζουν. Μόνο όσοι έζησαν τον πόλεμο καταλαβαίνουν την ειρήνη και, αν οι υπόλοιποι δεν μάθουν, δεν θα την καταλάβουν ποτέ και πάντα θα υπάρχει ένα Μεσολόγγι για να κλαίνε οι γενιές.

 

Αθήνα, 10/04/1840

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

 Πάει καιρός από τότε που σε κράτησα τελευταία φορά στα χέρια μου. Πλέον εκτός από ανάμνηση του άντρα μου, είσαι και μια υπενθύμιση εκείνου του τραγικού γεγονότος. Ήρθε καιρός όμως να διαφύγω από αυτήν την αφιλόξενη πραγματικότητα. Δεν μπορώ άλλο να τα κρατάω όλα μέσα μου. Γι΄ αυτό σε χρειάζομαι μια τελευταία φορά. Με την επέτειο της εξόδου οι άλλοι πανηγυρίζουν και εγώ ανακαλώ γεγονότα θαμμένα τόσο βαθιά στο μυαλό μου, που και εγώ είχα πλέον ξεχάσει.

 Πώς να ξεχάσω τον ήχο της καμπάνας εκείνη τη μέρα; Ήταν λες και άκουγα τον ήχο ταυτόχρονα της αρχής και του τέλους μου. Κανείς δεν είχε κοιμηθεί εκείνο το βράδυ, όλοι ετοιμάζονταν. Είχα αφήσει τον άγγελό μου να ξαπλώσει άνετα στο στήθος μου καθώς κρατούσα τη γριά γειτόνισσα σφιχτά από το χέρι. Όλοι ήταν νευρικοί, ακόμα και το μικρό μου κατάλαβε κάποια στιγμή πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Άρχισε να κλαίει και ο ήχος απλώθηκε σε όλο το χωριό. Ύστερα σταμάτησε και αποκοιμήθηκε βλέποντας με να του χαμογελάω λες και όλα θα πήγαιναν καλά. Η γειτόνισσα έκλαιγε σιγανά και μου έσφιγγε όλο και περισσότερο την ιδρωμένη από το άγχος παλάμη. Προσπαθούσα να μείνω ψύχραιμη και για τους τρεις, αλλά ένα δάκρυ κύλησε ασυναίσθητα στο μάγουλό μου, όταν θυμήθηκα εκείνον τον εφιάλτη. Το σκούπισα πριν το δει κανείς, έπρεπε να είμαι γενναία.

 Και ξεχυθήκαμε μέσα στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας. Ο ένας πίσω από τον άλλον σαν ένα πηγαίναμε με ορμή αλλά και ηρεμία, για να μην μας ακούσει ο εχθρός. Η αδρεναλίνη κυλούσε στο αίμα μου, δεν υπήρχε αμφιβολία, αφού δεν είχα τη δύναμη να κουνήσω εκούσια τα πόδια μου. Και μετά είδα το αγγελάκι μου. Κοιμόταν και έβλεπε ένα χαρούμενο όνειρο, είχε ένα πλατύ χαμόγελο σχηματισμένο στα χλωμά του χείλη. Μου έδωσε ενέργεια. Όλα τα έκανα, για να έχει μια καλύτερη ζωή, μακριά από τον πόλεμο. Και μετά ακούστηκαν βήματα εχθρικά.

 Ποιον κοροϊδεύαμε; Όλοι ξέραμε πως το σχέδιό μας ήτανε καταδικασμένο να αποτύχει. Όμως το εκτελέσαμε κατά γράμμα. Κανείς δεν υποχώρησε από τον φόβο. Αυτό μπορώ να το παραδεχτώ. Όσο φόβο κι αν ένιωθαν οι συμπολίτες μου, δεν το έδειχναν. Χάνονταν όμως ένας ένας μέσα στα ουρλιαχτά, τα κλάματα και τους θρήνους. Έβλεπα τους Τούρκους να πλησιάζουν, τον θάνατο να έρχεται. Και τότε ενεργοποιήθηκε το ένστικτο της προστασίας του μικρού μου. Έκανα ελιγμούς ανάμεσα στα ξίφη και κάποια στιγμή ένιωσα μια ζεστασιά στο στήθος μου. Και έχασα τον παλμό του μικρού μου αγγέλου. Ο Θεός μας είχε εγκαταλείψει και ανακάλεσε και τους αγγέλους του. Πάγωσα. Με είχε πληγώσει και εμένα το σπαθί, αλλά ο πόνος μου ο σωματικός ήταν αμελητέος σε σχέση με τον ψυχικό. Ύστερα έπεσε και η γριά γειτόνισσα. Το αίμα πότιζε τη βρώμικη ρόμπα της. Και μετά έπεσα εγώ. Και η προσευχή μου δεν ήταν στον Θεό, μα στον θάνατο να έρθει να με πάρει μαζί με το αγγελούδι μου. Μα δεν μου έκανε τη χάρη. Και όλα σκοτείνιασαν.

 Θυμάμαι να ξυπνάω στον ήχο ενός Έλληνα. Τι ανακούφιση και αυτή! Δεν ένιωθα τίποτα. Άρχισα να βαριανασαίνω, ένιωθα τα πνευμόνια μου να τσακίζονται. Μπορούσα να μυρίσω τον θάνατο. Ένας άντρας καβαλάρης ήρθε προς το μέρος μου και φώναξε με έκπληξη και πίκρα στους άλλους να έρθουν να με σηκώσουν. Εγώ απλά παραδόθηκα στα χέρια τους, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μόνο έκλαιγα σπαρακτικά.

 Και όταν τελειώνουν όλα, πάντα μένει κάποιος, για να αφηγηθεί την ιστορία. Μπορεί να μην πέθανα, μα πέθανε ο άγγελός μου. Πέθανε ο λαός μου, η ελπίδα, η πίστη. Κι όλα αυτά για ένα χωριό στη λιμνοθάλασσα. Άνθρωποι σαν εμένα δεν βρίσκουν ποτέ γαλήνη. Κι όταν άλλοι εξηγούν πως με έσωσε ο Θεός, πως ήταν θαύμα, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω. Μόνο ο Θεός μπορεί να σώσει κάποιον από τον ανήθικο Μωαμεθανό. Απλά αναρωτιέμαι γιατί βοήθησε μόνο εμένα.

 

***

 

 



 

Μαρία Ζησοπούλου Για έναν φίλο που κοιμάται πια στη γειτονιά των αγγέλων


                                                        

Νύχτα ξημέρωμα

έρημος ο δρόμος

φώτα που σιγολάμπουν

σκοτάδι δεξιά αριστερά

μα εσύ εκεί.

Βλέμμα θολό

καρδιά που χτυπάει δυνατά

μυαλό γεμάτο σκέψεις

χέρια που παλεύουν να κρατήσουν το τιμόνι.

 

Νύχτα ξημέρωμα

δρόμος νωπός

γυαλιά σκορπισμένα

ένα σώμα ξαπλωμένο

μάτια κλειστά

καρδιά σταματημένη

και μια ψυχή που θέλει να μείνει.

Εσύ

την ελευθέρωσες για ταξίδι μακρινό

αιώνια γαλήνιο

 Εις το επανιδείν…

 

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Ενοικιάζεται

 Δωμάτια για βολικούς ταξιδιώτες
με θέα το κύμα και το αβέβαιο, 
αν έτσι θα θέλατε να χαρακτηρίσετε 
την κομπίνα δύο ανθρώπων 
ενάντια στον θάνατο.


Δωμάτια να χαζεύεις ξαστεριές 
με μπόλικο χώρο για όνειρα και αγκαλιές,
τιμή προσιτή και φιλική 
για όσους κρύβουν στην καρδιά χρυσάνθεμα. 

Δωμάτια για να ακούς σιωπές 
το ιδρωμένο τσιμέντο 
το γαργαλητό του ήλιου στα γυμνά πέλματα 
να αναπνέεις αλμυρά και ουρανό.

Αν έτσι θα θέλατε να χαρακτηρίσετε
 το μυστικό δύο ερωτευμένων
 ενάντια στο αναπόφευκτο.

 Δωμάτια με θέα τις αυγές
για τις ανθρώπινες ευχές 
γρήγορα πριν αμείλικτα περάσει
 ο χρόνος από πάνω τους.

Τέσσερις τοίχοι μια σταλιά
να που χώρεσαν τελικά 
όλα μας τα υπάρχοντα 
έμψυχα και άψυχα.

Δωμάτια στην απάνω γειτονιά 
που παίζαμε μικρά παιδιά.
Καλωσορίσατε,
δεξιά σας ο Παράδεισος.

                                                     Λυδία Κολλιοπούλου

ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΙ

Ανέσπερα καντήλια
έγιναν τα μάτια,
τ` αγάπησε η μάνα γη,
τα έκλεισε εντός της.

Άμαχα χέρια άμαχων
πικρά, δίχως να φταίνε
πέσαν τροφή στα άγρια
της ανθρωπιάς θηρία.

Το χιόνι έξω σκέπαζε
το κόκκινο στην πλάση,
σκέπαζε και τα σώματα
που είχαν ξαποστάσει.

Χορός από θηράματα
στις δεκατρείς του μήνα
στέκει ο σταυρός μες στα λευκά
εμπόδιο στη λήθη.

Χίλιες και κάτι είπανε
πως σβήσανε φλογίτσες.
Χίλιες και κάτι ειν` οι καρδιές
που πέτρες δε θα γίνουν.

                                                                                  Μυρτώ Καπώλη

Τρέχοντας προς το αύριο

   <<Αλήθεια από πότε αρχίσατε να τρέχετε και τι σας ώθησε σε αυτό;>> με ρώτησε η δημοσιογράφος με ένα πλατύ γλυκό χαμόγελο. Στο άκουσμα αυτής της

ερώτησης έσκυψα αμήχανα το κεφάλι μου, κοίταξα το μικρόφωνο και ύστερα το αριστερό της χέρι , με το οποίο το κρατούσε. Ήταν ένα αδύνατο χέρι με μικρά λε-πτεπίλεπτα δάχτυλα, ενώ τον καρπό της στόλιζε ένα μικρό χρυσό ρολόι. Η ώρα ήταν μόλις πέντε και δέκα τρία πρώτα λεπτά μετά μεσημβρίαν ενώ παράλληλα αναγραφόταν η ημερομηνία 18/10/2038. Ήταν απίστευτο το πόσο γρήγορα είχαν περάσει χρόνια.
       Με την ερώτηση αυτή ταξίδεψα πολύ καιρό πίσω στο παρελθόν. Πιο συγκεκριμένα η πρώτη μου ανάμνηση ήταν από τότε που ήμουν έξι ετών, είκοσι δύο χρόνια πρωτύτερα  και έτρεχα με τους φίλους μου. Τρέχαμε, αλλά όχι ανέμελα, ούτε στα πλαίσια κάποιου παιχνιδιού, τρέχαμε για να σωθούμε από τους άγνωστους ανθρώπους που είχαν εισβάλλει στη χώρα μας και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μας διώξουν από αυτήν Στη διάθεση τους είχαν όπλα με αμέτρητες σφαίρες χωρίς να διστάσουν να τις χρησιμοποιήσουν, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την δύναμη τους. Αντίθετα εμείς διαθέταμε δύο πόδια για όπλα και μια μονάκριβη καρδιά, την οποία πασχίζαμε να προστατέψουμε.
         Σπάνιοι ήταν οι έξοδοί μας από τα σπίτια, όταν όμως βρισκόμασταν έξω τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προκειμένου να φτάσουμε το συντομότερο δυνατόν στον προορισμό μας. Όταν κουραζόμασταν, σταματούσαμε ακριβώς δίπλα στους κορμούς των δέντρων όπου και ξεκουραζόμασταν για ελάχιστα δευτερόλεπτα κρυμμένοι από εκείνους τους αδίστακτους ανθρώπους. Όσο όμως περνούσε ο καιρός τα δέντρα λιγόστευαν, ώσπου εξαφανίστηκαν εντελώς. Έπειτα τη θέση τους πήραν οι τοίχοι των σπιτιών, όμως δεν πέρασε πολύς καιρός και τα σπίτια γκρεμίστηκαν από τις πανίσχυρες σφαίρες. Μοναδικά μας καταφύγια αποτέλεσαν τότε λιγοστά καταλύματα. Παρ’ όλα αυτά ούτε  εκείνα ήταν απρόσβλητα από τις σφαίρες που με μανία τα κατεδάφιζαν όλα.
          Όταν πλέον  όλα είχαν ερημώσει και δεν υπήρχε τίποτα, εκτός από χέρσα εδάφη, ερείπια και μυριάδες κάλυκες από σφαίρες  σκορπισμένοι παντού, ήρθε για εμάς η ώρα να τρέξουμε σε άγνωστα μέρη. Ξεκινώντας το ταξίδι μας, έμαθα για πρώτη φορά τι σημαίνει η λέξη <<περπάτημα>> και πως αυτό είναι πιο ξεκούραστο από το τρέξιμο, πως τα πόδια πληγώνονται δυσκολότερα και πόσο ωραίος είναι ο ουρανός όταν ανατέλλει και όταν δύει ο ήλιος. Περπατούσαμε πολλές ημέρες ακατάπαυστα, είχα σχεδόν ξεχάσει πώς να τρέχω, δεν μπορούσα όμως να αφήσω το χέρι των γονιών μου. Το πλήθος των ανθρώπων ήταν τεράστιο και εάν επιχειρούσα κάτι τέτοιο θα χανόμουν όπως συνέβη σε πολλούς φίλους μου.
        Πέρασαν σχεδόν δύο μήνες περπατώντας όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την θέα της θάλασσας. Η όψη της ήταν μαγευτική. Τα γαλαζοπράσσινα νερά της αντικατόπτριζαν με εντυπωσιακό τρόπο το βαθύ μπλε χρώμα του ουρανού καθώς και τα ελάχιστα λευκά σύννεφα που υπήρχαν, αποπνέοντας πρωτόγνωρα αισθήματα γαλήνης και ηρεμίας. Οι γονείς μου, μου εξήγησαν πως πως θα επιβιβαζόμασταν σε μια βάρκα και πως με αυτήν θα καταφέρναμε να μεταφερθούμε σε μια χώρα όπου αισθήματα όπως η γαλήνη, η ηρεμία και η ασφάλεια θα μας συνόδευαν σε ολόκληρη τη ζωή μας. Ενθουσιασμένος επιβιβάστηκα στην βάρκα, αν και ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ πως είναι δυνατόν μία τόσο μικρή σε μέγεθος βάρκα να αντέχει είκοσι πέντε άτομα.
      Είχαμε σχεδόν αποκοιμηθεί όλοι όταν κατά τη διάρκεια της νύχτας άρχισε να βρέχει. Ξυπνώντας παρατήρησα πως δεν ήταν πια ευδιάκριτα τα αστέρια στον ουρανό και πως οι άνεμοι ήταν τόσο δυνατοί που είχαν προκαλέσει κύματα στην θάλασσα με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε να αναποδογυρίσει η βάρκα. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι απειλούμασταν από τα σύννεφα, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως όπλα τους τις σταγόνες της βροχής και τους ισχυρούς ανέμους, όπως ακριβώς και εκείνοι οι άνθρωποι. Ενώ εμείς απροστάτευτοι πάλι και τρομαγμένοι δεν γνωρίζαμε προς πια κατεύθυνση να <<τρέξουμε>> . Πόδια μας ήταν τα νερά της ταραγμένης θάλασσας και η βάρκα μέρος του σώματός μας. Πολλές ήταν οι φορές που προσπάθησα να χαιδέψω και να τα ηρεμήσω, πάντα όμως με τραβούσαν οι γονείς μου προς τα μέσα και δεν με άφηναν.
     Παλεύαμε αρκετή ώρα ώσπου η βάρκα ξαφνικά έσπασε και βρεθήκαμε όλοι στην θάλασσα. Όσο ήμουν μέσα στο νερό δεν μπορούσα να δω ή να ακούσω τίποτα. Ήθελα να βγάλω το κεφάλι μου έξω όμως δεν πως, ήθελα να αναπνεύσω όμως δεν μπορούσα, ένιωθα πως κατέβαινα προς τον πάτο της θάλασσας ανίκανος να βοηθήσω τον εαυτό μου. Έτσι άρχισα να κουνάω τα χέρια και τα πόδια μου και σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκα με το κεφάλι έξω από το νερό να  αναζητώ φωνάζοντας απελπισμένα τους γονείς μου. Το μόνο που έλαβα ως απάντηση από την μητέρα μου ήταν τα λόγια <<Τρέχα, τρέχα να σώσεις την καρδιά σου >>. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα, παρά να τηρήσω τη συμβουλή της και έτσι κινούμουν σαν να τρέχω δίχως να μπορώ να; τους δω ή να τους ακούσω ή να τους πλησιάσω. Είχα μείνει, πλέον, μόνος μου και ένιωθα ότι έτρεχα σε έναν πλατύ δρόμο δίχως να πατώνω στο έδαφος, δίχως να γνωρίζω εάν θα φτάσω στον προορισμό μου, το αύριο.
      Πέρασε αρκετή ώρα που κολυμπούσα ασταμάτητα, ένιωθα την κούραση να με καταβάλει, τα βλέφαρά μου είχαν βαρύνει υπερβολικά και τα πόδια και τα χέρια μου είχαν επιβραδύνει. Προσπάθησα αρκετά όμως τα μάτια μου έκλεισαν και το σώμα μου βυθιζόταν στην παγωμένη αγκαλιά της θάλασσας. Τότε κάποιος με τράβηξε από τα παγωμένα νερά της και με μετέφερε σε ένα στερεό επίπεδο σκεπάζοντάς με, με μια κουβέρτα. Όταν το επόμενο πρωί ξύπνησα, αντίκρισα στο προσκέφαλο μου μια γυναίκα ενώ ταυτόχρονα είχα την αίσθηση πως εξακολουθούσα να κινούμαι, όχι όμως με τα δικά μου πόδια. Όταν μου επιτράπηκε να σηκωθώ αντιλήφθηκα πως βρισκόμουν σε ένα πελώριο πλοίο και πως το πλήρωμά του είχε σώσει και άλλους ανθρώπους μαζί με εμένα.
       Αναζήτησα τους γονείς μου, για πολλές ώρες, σε ολόκληρο το πλοίο έχοντας κοιτάξει παντού τρείς με τέσσερεις φορές ώσπου συνειδητοποιήσαμε πως δεν επρόκειτο να τους βρω. Δεν βρίσκονταν στο πλοίο. Δεν είχαν σωθεί. Όταν αργότερα φτάσαμε στην στεριά και αποβιβαστήκαμε, άρχισα να περπατάω, εξερευνώντας τον νέο αυτό τόπο, το δικό μου νέο << αύριο >>. Καθώς, όμως, περιπλανιόμουν στους δρόμους αντίκρισα σε κοντινή απόσταση δύο παιδιά, τα οποία είχαν επίσης σωθεί το προηγούμενο βράδυ, δυστυχώς και αυτά χωρίς τους γονείς τους. Κατευθύνθηκα προς αυτούς αλλά πριν προλάβω να τους πλησιάσω, ένα φορτηγό σταμάτησε και παρά την θέληση και την αντίστασή τους τα έβαλαν δια της βίας μέσα. Τρομαγμένος ξεκίνησα να τρέχω όσο πιο μακριά μπορούσα, παρ’ όλο που ήθελα να τους σώσω, μέχρι τη στιγμή που ένας κύριος εμφανίστηκε μπροστά μου και με σταμάτησε.
      << Αλήθεια, λοιπόν, πότε αρχίσατε να τρέχετε και τι σας ώθησε προς αυτό; >> επανέλαβε η δημοσιογράφος. Έσκυψα το κεφάλι, κοίταξα το μικρόφωνο, το λεπτό της χέρι, τον καρπό της. Η ώρα ήταν πέντε και δέκα τέσσερα πρώτα λεπτά μετά μεσημβρίας. Ήταν 18 Οκτωβρίου του έτους 2038. << Άρχισα να τρέχω ερασιτεχνικά από πολύ μικρή ηλικία επιδιώκοντας να σώσω την καρδιά μου και κυνηγώντας το αύριο. Με το τρέξιμο κατάφερα να είμαι ένας ασφαλής πολίτης πρωταθλητής της ζωής και πλέον και του στίβου, αποκρίθηκα χαμογελώντας ελαφρά .                  
 

                                                                                                  Κριστιάνα Κούκια