Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΟΥ;

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΟΥ;
2 Απριλίου 2007
-           Θα σε ρωτήσω κάτι, και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά.
Τι θέλεις να με ρωτήσεις;
Φοβήθηκα να ζήσω;
5 Μαρτίου 1955
Για ξανακοιτάξτε, μπορεί να έχει γίνει κάποιο λάθος
Μα σας είπα , κυρία , το επόμενο τρένο για την Κρακοβία φεύγει σε τέσσερις ώρες από τώρα , μέχρι τότε , δεν έχετε άλλη επιλογή παρά να παραμείνετε στη Βαρσοβία. Εαν θέλετε, μπορείτε να βγάλετε το εισητήριο σας από τώρα, αυτή την εποχή δύσκολα βρίσκεις εισητήριο την τελευταία στιγμή Καλά , δώστε μου ένα Κατέβασα τα μανίκια μου που είχαν σηκωθεί και αγριοκοίταξα τον υπάλληλο . Αυτός , μου απάντησε με ένα αμήχανο και συγχρόνως κουρασμένο βλέμμα καθώς μου έδινε το εισητήριο μου . Το έβαλα στην τσάντα μου και απομακρύνθηκα από τον γκισέ. Το ήξερα από την αρχή ότι αυτό το ταξίδι ήταν κακή ιδέα . Δεν έπρεπε να ξυπνήσω φαντάσματα του παρελθόντος , γιατί αυτά πολλές φορές αντεπιτίθονται. Περπάτησα μέχρι την κεντρική πλατεία χαζεύοντας τα κτήρια τριγύρω μου. Η επισκευή όσων είχαν απομείνει μετά τις επιθέσεις μόλις είχε ολοκληρωθεί. Φαντάζομαι ήταν μια απόπειρα της πόλης να κοιμήσει τα δικά της φαντάσματα, με τούβλα και μπογιά . Κάθισα σε ένα καφέ , δίπλα από το συντριβάνι. Ο καιρός ήταν μουντός και τα σύννεφα εμπόδιζαν κάθε ηλιακτίδα ήλιου να δραπετεύσει και να δώσει την παραμικρή πνοή άνοιξης στην πλατεία . « Όπως πάντα» σιγομουρμούρισα στον εαυτό μου .
Οι παρέες ντόπιων ήταν διάσπαρτες .Μερικοί απολάμβαναν την μπύρα τους στα καφενεία , ενώ άλλοι περπατούσαν στον πλακόστρωτο δρόμο . Φαινόντουσαν άνετοι , σαν να φορούσαν ένα προσωπείο γαλήνης που τους επέτρεπε να μετατρέψουν το έργο της ζωής τους από πολεμική ταινία σε ρομαντική κομεντί, κάτι που με εκνεύριζε ιδιαίτερα. «Ψεύτικοι άνθρωποι σε ψεύτικες ζωές» , συνέχισα τον μονόλογο. Ξάφνου, το ρυθμικό , παιχνιδιάρικο τραγούδι που έπαιζαν οι σταγόνες του συντριβανιού , καθώς αυτές εγκατέλειπαν τις άρπες των αγγέλων που το διακοσμούσαν και έπεφταν στη γη, παρεγκονίστηκε από μια άλλη γλυκιά μελωδία. Κοίταξα γύρω μου σε μια απόπειρα να ανιχνεύσω την πηγή της.
Το ανάστημά του ήταν μέτριο και τα μαύρα μαλλιά του ήταν πασπαλισμένα με μερικές άσπρες τρίχες. Κρατούσε ένα ακορντεόν , πηγή της αγγελικής μελωδίας. Πλησίασα διστακτικά και άφησα μερικά κέρματα στο αναποδογυρισμένο καπέλο που ήταν τοποθετημένο μπροστά του, τραβώντας τα μανίκια του φορέματος μου προς τα κάτω. Τότε σήκωσε το κεφάλι του και κατάφερα να δω το πρόσωπό του , το οποίο ήταν καλυμμένο με ουλές. Το βλέμμα του μου θύμησε αυτό του πατέρα μου , όπως τουλάχιστον το θυμόταν το τότε παιδικό μυαλό μου. Αυστηρό , αλλά παράλληλα , τόσο συμπονετικό. Μου χαμογέλασε και τότε σταμάτησε να παίζει.
«Ποίος είναι ο αριθμός σου;» με ρώτησε. Ξαφνιάστηκα , ενσικτωδώς απομακρνθηκα. Προσπάθησα να του δώσω ένα ανήξερο βλέμμα ως απάντηση, αυτός σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει σε ένα από τα σοκάκια . Τα φαντάσματά μου , όλο περιέργεια , με ώθησαν να τον ακολουθήσω.

Πώς το κατάλαβες ; του φώναξα
Αυτή την κίνηση με τα μανίκια , συνήθιζα να την κάνω και εγώ , τα πρώτα χρόνια
Σήκωσε το χέρι του και τότε είδα το ταττουάζ με τη μαύρη σειρά αριθμών. Πώς γίνεται να μην το είχα παρατηρήσει νωρίτερα;
-           Άουσβιτς ; ρώτησα διστακτικά φανερώνοντας και το δικό μου ταττουαζ .
Μου έγνεψε καταφατικά, αρχίζοντας πάλι να παίζει το ακορντεόν του και να σιγοτραγουδάει. Τον κοίταξα όλο απορία
-           Τι;
-           Απλά φαίνεσαι τόσο... Ζωντανός
-           Έλα , ακολούθησε με , αποκρίθηκε , απομακρύνοντας το δάκτυλο του από τα πλήκτρα του αρκοντεόν και στρέφοντάς το προς ένα δεδαλώδη λαβύρινθο από πλακόστρωτους δρόμους , τους οποίους βρέθηκα να διασχίζω.
Ύστερα από ένα δεκάλεπτο περίπου , πίσω από μια μεγάλη , επιβλητική εκκλησία , φτάσαμε στον προορισμό της διαδρομής μας. Τότε, πρόβαλε μπροστά μου ένας τοίχος , που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί. Πάνω σε αυτόν , υπήρχαν δεκάδες σκίτσα ανθρώπων. Άλλοι κοντοί, άλλοι ψηλοί, με κατσαρά ή ίσια μαλλιά , άντρες ή γυναίκες. Κοίταξα τον άντρα πίσω μου . « Πριν από δέκα χρόνια , μόλις ο ρωσικός στρατός μπήκε μέσα στο Αουσβιτς και μας ‘ελευθέρωσε', μερικοί από εμάς που μέναμε στην Βαρσοβία ήρθαμε εδώ. Ζωγραφίσαμε τα πρόσωπα των αγαπημένων που είχαμε αποχωριστεί, ελπίζοντας ότι μια μέρα , ίσως κατάφερναν να γυρίσουν πίσω και να έβλεπαν αυτόν τον τοίχο. Έτσι θα καταλάβαιναν ότι τους αναζητούσαμε. Σκούπισε ένα δάκρυ απο το μάγουλό του και μου έδειξε δυο φιγούρες στο κέντρο του τοίχου. «Η γυναίκα και η κόρη μου, τις έχασα στη διαλογή»
Ακούμπησα το χέρι μου πάνω στην παγωμένη πέτρα.
Και παρ’όλα αυτά , μπορείς να κάθεσαι σε ένα παγκάκι και απλά να παίζεις μουσική ;
Κάποια στιγμή πρέπει να διώξεις τους δαίμονες σου, αλλιώς θα φτάσεις σε μια ηλικία που δεν θα μπορείς καν να περπατήσεις μόνη σου από τα γεράματα και το μόνο που θα σου έχει μείνει θα είναι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και αποτυχημένες προσπάθειες να βρεις μια γαλήνη που σου έχουν κλέψει τα δικά σου φαντάσματα.
Κοντοστάθηκα , ακουμπώντας ενστικτωδώς το κάτω μισό του χεριού μου
Για ανθρώπους σαν και εμάς , η γαλήνη έρχεται μόνο αν αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν. Εγώ δεν μπορώ να το ξεχάσω και αν μου πεις ότι εσύ πλέον κοιμάσαι χωρίς να βλέπεις εφιάλτες , χωρίς να πετάγεσαι ιδρωμένος την νύχτα , δεν θα σε πιστέψω.
Γλυκιά μου , δεν αφήνεις το παρελθόν πίσω σου με το να προσπαθείς να το ξεχάσεις.
Αν όχι έτσι, τότε πως;
Αφήνεις το παρελθόν πίσω σου με το να το αποδεχτείς.
Μου απάντησε ψιθυριστά , καθώς έβγαζε ένα λουλούδι από την τσέπη του και το
τοποθετούσε κόντρα σε αυτόν τον παγωμένο τοίχο. Τότε , ξεκίνησε πάλι να παίζει
αυτή τη μελωδία που είχα ακούσει στην πλατεία , δίπλα στο συντριβάνι Είναι η αγαπημένη της κόρης μου , είπε απαλά , σαν να προσπαθεί να μη χαλάσει την αρμονία του τραγουδιού Παρατηρούσα τα ζωγραφισμένα πρόσωπα στον τοίχο, σαν να ταυτιζόμουν με το καθένα από αυτά. Σβησμένα κεριά , αυτό ήτανε , που η φλόγα τους δεν είχε προλάβει να φανεί. « Η δίκιά μου ακόμα τρεμοπαίζει» σιγομουρμούρισα καθώς έβγαζα το εισητήριο που μου είχε δώσει ο υπάλληλος , μεσα από την τσάντα μου. Έμεινα εκεί

να το κοιτάζω, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι ο μουσικός είχε πάρει τον δρόμο του γυρισμού
Και τώρα εγώ τι πρέπει να κάνω; του φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα για να σιγουρευτώ ότι θα με ακούσει
-           Να μην φοβηθείς να ζήσεις.
2 Απριλίου 2007
Ορίστε;
Λέω , πιστεύεις ότι φοβήθηκα να ζήσω;
Φυσικά και όχι μαμά , της απάντησα δίνοντάς της ταυτόχρονα ένα
συμπονετικό βλέμμα
Μου χαμογέλασε ελαφρά και ακούμπησε απαλά το αδύναμο χέρι της πάνω στο δικό μου.
Είναι κάπου που θέλω να με πας
Μου ψιθύρισε με όση δύναμη της είχε απομείνει και τα μάτια της κοίταζαν διαπεραστικά μέσα στα δικά μου , ήταν αδύνατο να αγνοήσω τα βουβά παρακάλια της . Την σήκωσα προσεκτικά από την καρέκλα της , σαν προσερλάνινη κούκλα που φοβόμουν να μην σπάσω. Δεν την είχα ξαναδεί τόσο αδύναμη και την τελευταία εβδομάδα ο γιατρός με συμβούλευε να προετοιμάζομαι για τα χειρότερα . Η μητέρα μου είχε καταλάβει τις ανησυχίες του , αλλά επέμενε πως δεν ήταν έτοιμη να «φύγει» ακόμα και το σώμα της δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ τη ψυχή της , έλεγε , για να το κάνει τώρα.
Πώς μπορώ να σου χαλάσω χατίρι, της είπα χαμογελώντας
Και κάπως έτσι, βρέθηκα να την οδηγώ με το καροτσάκι της μέσα στα κέντρικά σοκάκια της Βαρσοβίας. Χάζευα γύρω μου τους τουρίστες που περπατούσαν ξέγνοιαστοι στους δρόμους , με τις φωτογραφικές μηχανές στο ένα χέρι και τις αφράτες βάφλες στο άλλο, που είχαν αγοράσει από τα διάσπαρτα μαγαζάκια στο δρόμο . « Εδω πέρα» αναφώνησε η μητέρα μου και έστριψα σε έναν δρόμο που οδηγούσε σε μια μεγάλη εκκλησία . Μπροστά της , χιλιάδες κεριά ήταν αναμμένα , χιλιάδες ψυχές λαμπερές που φώτιζαν σαν πεφταστέρια τον προαύλιο χώρο της εκκλησίας . Πλησιάσαμε κοντά αυτό το υφαντό από φλόγες και τα κεριά , σαν καλοκαιρινός άνεμος, ζέσταναν το πρόσωπό μου. Ένας άστεγος που έπαιζε αρκοντεόν καθόταν σε ένα παγκάκι δεξιά μας. Παρατήρησα την μητέρα μου να τον πλησιάζει σέρνοντας με δυσκολία το καροτσάκι της και, σαν μικρό παιδί, με μάτια που γυάλιζαν , κοίταζε τα δάκτυλα του καθώς χάιδευαν τα πλήκτρα. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα μικρό κίτρινο τσαλακωμένο χαρτί, που έμοιαζε με παλιό εισητήριο τρένου. Έμεινε εκεί, να το κοιτάζει. Έπειτα από λίγη ώρα, είδα τα χείλη της να κουνιούνται.
- Τραγουδάς;
- ψιθυρίζω.
- Τι ψιθυρίζεις;
- Τον αριθμό μου.

                                                                                                      ΤΑΝΙΑ ΧΑΛΚΙΑ, 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου