Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Η ΕΝΟΧΗ



 «Ψυχραιμία… Όχι ενοχές… Δεν φταις εσύ…»
Αυτά τα λόγια επαναλαμβάνονταν συνεχώς μες το μυαλό της. Έπρεπε να αποδεχτεί πως όλα είχαν τελειώσει και πως ήταν επώδυνο και συγχρόνως ανώφελο να επιστρέφει στην ανάμνηση μιας οδυνηρής κατάστασης. Αυτή η κατάσταση όμως ήταν που την σημάδεψε για όλη της την ζωή.
 Η Μαρία έβαλε σε σειρά τα παιδιά και τα οδήγησεεντόςτης αίθουσας του νηπιαγωγείου. Ήταν Δευτέρα και τις Δευτέρες, αφού έλεγαν όλα τα παιδιά πώς πέρασαν το σαββατοκύριακο, έπαιζαν κουκλοθέατρο. Έπαιρνε αρκετή ώρα μέχρι και τα τριάντα παιδιά να εξιστορήσουν τις εμπειρίες που είχαν τις δύο προηγούμενες μέρες μακριά από το σχολείο. Ποτέ δεν θα βαριόταν να ακούει τις ντροπαλές ή τις ενθουσιώδεις φωνούλες τους, τις συνηθισμένες ή συναρπαστικές ιστορίες τους, τις πιο απλές ή τις πιο περίεργες εντυπώσεις τους από καθετί που είδαν, άκουσαν ή μύρισαν μέσα σ’ ένα σαββατοκύριακο.
 Η συνονόματή της, η πεντάχρονη Μαρία, δεν ήθελε ποτέ να πει τι έκανε το σαββατοκύριακο. Όσο και αν την ενθάρρυνε, όσο και αν την πίεζε, εκείνη αρνιόταν κατηγορηματικά να εξιστορήσει τα όσα αποκόμισε μες το διήμερο ξεκούρασης. Αρνητική ήταν και με τα παιχνίδια της αυλής. Δεν της άρεσε να παίζει ούτε κουτσό, ούτε κρυφτό, ούτε κυνηγητό. Ειδικά το κυνηγητό το απέφευγε. Καθόταν μόνη της στο παγκάκι έξω όταν είχε καλό καιρό, αλλά όταν είχε λίγο κρύο καθόταν μέσα στην αίθουσα και κοιτούσε τα άλλα παιδιά από το παράθυρο με βλέμμα κενό, άδειο από εμπειρίες, επιθυμίες, νοσταλγίες. Από την άλλη, συμμετείχε σε όλα τα παιχνίδια που πραγματοποιούνταν εντός της αίθουσας και δεν έχανε την ευκαιρία να βοηθήσει την δασκάλα της στην προετοιμασία του χώρου για το επόμενο παιχνίδι ή στον στολισμό της τάξης με ζωγραφιές, όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν έξω.
 Σήμερα βοήθησε την δασκάλα της να στήσει την σκηνή του κουκλοθέατρου και να φτιάξει μια ιστορία. Είχαν μείνει δέκα λεπτά για το τέλος του πρώτου διαλλείματος. Η Μαρία ενθάρρυνε την συνονόματη μαθήτριά της να βγουν μαζί έξω, για να δουν τι κάνουν τα άλλα παιδιά. Με δειλά βήματα βγήκε προς τα έξω και κοίταξε γύρω της. Οι συμμαθητές της έπαιζαν κρυφτό. Δεν έκανε καθόλου κρύο. Αντιθέτως, ο καιρός ήταν ιδανικός για ξένοιαστα παιχνίδια στην λιακάδα. Η Μαρία την πρότρεψε να πάει να παίξει με τ’ άλλα παιδιά. Δεν χρειάστηκε να το πει ξανά. Το κοριτσάκι φόρεσε την ζακέτα του βιαστικά και βγήκε έξω τρέχοντας. Μόλις πλησίασε τα παιδιά, το μυαλό της γέμισε ενδοιασμούς και κοντοστάθηκε. Κι αν δεν την ήθελαν στο παιχνίδι τους; Κι αν τους χάλαγε το παιχνίδι;
 Η Μαρία βρέθηκε αμέσως κοντά της, κατέβηκε στο ύψος της και της μίλησε γλυκά.
-Τους κανόνες του παιχνιδιού τους ξέρεις. Ρώτα τα άλλα παιδάκια αν μπορείς να παίξεις μαζί τους.
 Έκανε ένα βήμα μπροστά και φώναξε παρακλητικά.
-Μπορώ να παίξω μαζί σας;
 Όλα τα παιδιά της απάντησαν καταφατικά. Κάποιος μετρούσε δυνατά και καθαρά, γυρισμένος στον τοίχο, με κλειστά μάτια. Εκείνη έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τους θάμνους μαζί μ’ ένα άλλο κοριτσάκι που την τραβούσε από το χέρι.
 Η νεαρή νηπιαγωγός νόμιζε πως είχε κατορθώσει να εντάξει στην μικρή αυτή ομάδα άλλο ένα παιδί που δυσκολευόταν να ενσωματωθεί στην μικρογραφία κάποιου μελλοντικού κοινωνικού συνόλου. Ένιωθε περήφανη για τον εαυτό της που ασκούσε αυτό το επάγγελμα και που προετοίμαζε τα παιδιά να αναλάβουν τις υποχρεώσεις του Δημοτικού σχολείου. Ήξερε από πολύ μικρή ότι αυτό ήθελε να κάνει και τώρα που το έκανε το αγαπούσε και το ζούσε σε μέγιστο βαθμό. Τα παιδιά ήταν η ζωή της. Κοιμόταν και ξυπνούσε με την έγνοια τους, σκεφτόταν όλη μέρα πώς θα τα απασχολήσει την επόμενη, μηχανευόταν τρόπους να τα ηρεμεί και να τα καθησυχάζει, σκαρφιζόταν συναρπαστικές ιστορίες που να τραβούν το ενδιαφέρον αγοριών και κοριτσιών και να κρατούν όλα τα παιδιά ήσυχα και προσηλωμένα σε ό, τι τους έλεγε. Δεν περνούσε μέρα που στο κεφάλι της δεν θα γυρνούσε η όποια σκέψη είχε να κάνει με τα παιδιά και την απασχόλησή τους.
 Καθώς καμάρωνε τα παιδιά που έπαιζαν και σκεφτόταν την ιστορία που θα τους αναπαριστούσε στο κουκλοθέατρο, είδε την μικρή Μαρία να κοντοστέκεται στην μέση του προαυλίου με το βλέμμα καρφωμένο στο τσιμέντο. Πήγε κοντά της και μόλις της μίλησε, το κοριτσάκι σωριάστηκε στην αγκαλιά της δασκάλας του. Σοκαρισμένη, προσπαθούσε να συνεφέρει το παιδί που κρατούσε λιπόθυμο στα χέρια της. Τα μάτια του κοριτσιού ήταν μισάνοιχτα και η αναπνοή του έσβηνε αργά. Η διευθύντρια του νηπιαγωγείου, που είχε παρακολουθήσει το σκηνικό από το παράθυρο του γραφείου της, είχε ήδη καλέσει ασθενοφόρο και την μητέρα του παιδιού. Έτρεξε κοντά στην ταραγμένη δασκάλα, πρόσταξε την υποδιευθύντρια να οδηγήσει τα υπόλοιπα παιδιά στην αίθουσα και προσπάθησε να πάρει το κοριτσάκι από τα χέρια της νεαρής κοπέλας, που είχε δακρύσει από την απελπισία της.
 Η Μαρία δεν είχε βιώσει ποτέ καμία τραγική απώλεια. Η μητέρα της την προστάτευε από τέτοιου είδους πόνο με όποιον τρόπο μπορούσε. Όλη η παιδική της ηλικία μέχρι την ενηλικίωσή της ήταν μια ουτοπία. Ακόμα και ο θάνατος του αγαπημένου της παππού είχε παρουσιαστεί από την μητέρα της με παραμυθικό τρόπο. Η μητέρα της τής είχε πει πως άγγελοι κατέβηκαν από τον ουρανό μια όμορφη μέρα, πως ανήγγειλαν στον παππού της ότι ο Θεός θέλει να τον κάνει άγγελο, πως ο παππούς φόρεσε το καλό του κοστούμι και χρυσά φτερά και ανέβηκε στον ουρανό χαρούμενος με τους αγγέλους και πως θα την προστάτευε για πάντα. Η αλήθεια ήταν πως ο παππούς της είχε αρρωστήσει βαριά και είχε πεθάνει στο νοσοκομείο, λυπημένος που δεν του είχαν πάει να δει για στερνή φορά την αγαπημένη του εγγονή. Στην κηδεία του δεν είχε πάει, ούτε σε καμία άλλη κηδεία. Έτσι, ο θάνατος για την Μαρία ήταν κάτι μακρινό και άγνωστο, μέχρι εκείνην την μέρα.
 Το ίδιο βράδυ έπεσε στο κρεβάτι της με βαριά καρδιά και ο Μορφέας την βρήκε να κλαίει με αναφιλητά. Στο όνειρό της είδε πως περπατούσε σ’ ένα νεκροταφείο. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Τα μάρμαρα άσπριζαν στο φως και περισσότερο γαλήνευαν παρά τρομοκρατούσαν. Ανάμεσα στους χιλιάδες τάφους ξεχώριζαν κάποια γλυπτά. Ένα μικρό μαρμάρινο αγόρι την πρόσταζε με την τρισδιάστατη μορφή του να κάνει ησυχία. Ένας άγγελος θρηνούσε. Μια γυναίκα κοιμόταν. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως από κάπου την ήξερε. Λίγο παραπέρα ένα μικρό κοριτσάκι στεκόταν πάνω σ’ έναν οικογενειακό τάφο. Φαινόταν σαν να ήθελε να προχωρήσει. Το λιτό φουστανάκι του παρασυρόταν από το αγιάζι και διέγραφε το αδύνατο σωματάκι. Τα μικροσκοπικά χέρια τίναξαν τον λίθο από πάνω τους και το πρόσωπο του κοριτσιού πήρε ένα ροδαλό χρώμα και χαμογέλασε στην επισκέπτρια. Το άγαλμα ζωντάνεψε και κατέβηκε από τον τάφο. Πήρε την κοπέλα από το χέρι και την οδήγησε σ’ ένα λιβάδι. Οι δυο τους άρχισαν να κυνηγιούνται, να τρέχουν από δω κι από κει, να παίζουν και να γελούν δυνατά. Τα γέλια τους ήχησαν σε όλο το νεκροταφείο. Κάποια στιγμή η κοπέλα γλίστρησε κι έπεσε κάτω. Η κοιμωμένη του Χαλεπά ξύπνησε από τον κρότο. Το αγόρι, που πιο πριν την πρόσταζε να κάνει ησυχία, τώρα είχε λυθεί στα γέλια με την τούμπα της. Γελούσαν και όλοι οι άγγελοι, που τόσα χρόνια θρηνούσαν. Το κοριτσάκι έτεινε το χέρι, για να την βοηθήσει να σηκωθεί.
 Το όνομά της ακούστηκε υπόκωφα μες το όνειρό της. Ξυπνώντας, συνειδητοποίησε ότι είχε πέσει από το κρεβάτι της και ότι η μητέρα της προσπαθούσε να την σηκώσει. Κοίταξε γύρω της ζαλισμένη ακόμα από κείνο τ’ όνειρο. Έψαχνε με το βλέμμα της να βρει το κοριτσάκι. Πουθενά το κοριτσάκι. Πουθενά η μικρή Μαρία.
-Το παιδί; ψέλλισε στην προσπάθειά της να επικοινωνήσει με την πραγματικότητα. Πού είναι το παιδί;
-Ποιο παιδί, Μαρία; Όνειρο έβλεπες, την καθησύχασε η μητέρα της.
Με δυσκολία την σήκωσε από το πάτωμα, στο οποίο φαινόταν να είναι κολλημένη ή τραβηγμένη από κάποια δύναμη αντίθετη στης μητέρας της. Ακόμα κι όταν κάθισε στο κρεβάτι και ήπιε μια γουλιά νερό, δεν σταμάτησε να αισθάνεται μια έλξη και μια ανάγκη να ξαπλώσει και πάλι κάτω. Ήξερε πού βρισκόταν, αλλά το σώμα της -ή μάλλον η ψυχή της- έμοιαζε να μην θέλει να δεχτεί ότι είχε επιστρέψει. Όταν η μητέρα της έκανε να φύγει από το δωμάτιο, η Μαρία αναφώνησε.
-Μάνα, πού είναι το παιδί; Πού είναι η Μαρία;
 Η μητέρα της κατάλαβε για ποιο παιδί μιλούσε. Κάθισε κοντά της, την έκρυψε στην αγκαλιά της με την υπερπροστατευτική διάθεση που είχε πάντα και της ψιθύριζε «Ψυχραιμία, Μαρία μου. Ψυχραιμία». Η Μαρία, όμως, αποτραβήχτηκε κι έβγαλε από μέσα της μια κραυγή πόνου, φόβου, αγανάκτησης. Έμπηξε τα νύχια της στις γάμπες της και τα έσυρε μέχρι τα γόνατα. Ύστερα, τα χέρια της κρύφτηκαν μες τα μαλλιά της και τα τραβούσαν με μανία, καθώς κουνούσε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά εκφράζοντας μια άρνηση. Η μάνα της σάστισε και δεν ήξερε τι να κάνει. Τράβηξε τα χέρια από το κεφάλι της κόρης της, αλλά αυτά έμοιαζαν να έχουν ριζώσει μες το κρανίο. Όσο προσπαθούσε να την σταματήσει, τόσο εκείνη χτυπιόταν και χτυπούσε τον εαυτό της. Αντιδρούσε στο άγγιγμα της μητέρας της. Δεν την ήθελε. Βαθιά μέσα της έκρυβε μια μεγάλη κατηγορία. Κατηγορούσε την μητέρα της που την προστάτεψε τόσο πολύ από την ίδια της την ζωή. Αν από μικρή είχε γνωρίσει τον θάνατο και την απώλεια, τώρα θα ήταν σε θέση να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Η υπερπροστατευτική μητέρα της ήταν αυτή που την πόνεσε περισσότερο. Την ρώτησε ευθέως γιατί δεν την άφησε να γνωρίσει την ζωή, όπως ήταν, με την δυστυχία, το άλγος, την απουσία. Αντί για απάντηση, η μητέρα της αποχώρησε από το δωμάτιο με την επαναλαμβανόμενη ερώτηση.
-Μάνα, πού είναι το παιδί; Πού είναι η Μαρία;
 Αυτό το «για σένα τα κάνω όλα» που της έλεγε πάντα αποδεικνυόταν να είναι ένα ψέμα, αφού ό, τι έκανε το έκανε επειδή η ίδια δεν άντεχε να παραδεχτεί ότι το ζει. Ο χαμός του πατέρα της τής είχε στοιχήσει, αλλά δεν ήθελε να στοιχήσει και στην κόρη της. Την προστάτεψε από την αλήθεια που εκείνην την είχε ισοπεδώσει. Αυτή ήταν η αδυναμία της μητέρας της.
 Το ξημέρωμα την βρήκε ξαπλωμένη στο χαλί να κοιτάει το λευκό ταβάνι. Ήξερε ότι ήταν ώρα να σηκωθεί. Δεν χρησιμοποιούσε ξυπνητήρι να της υπενθυμίζει να πάει στην δουλειά της. Αγαπούσε τόσο τα παιδιά που ξυπνούσε από ένστικτο κάθε πρωί με το χαμόγελο και τον ενθουσιασμό που θα βρεθεί κοντά τους. Ωστόσο, εκείνη την μέρα ήταν η πρώτη φορά που δεν ήθελε να πάει σχολείο, αλλά να μείνει εκεί, ξαπλωμένη στο χαλί, να κοιτάει το λευκό ταβάνι.
 Δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε, τελικά, στον προαύλιο χώρο του νηπιαγωγείου. Οι κινήσεις της ήταν τόσο μηχανικές και ανιαρές που τις είχε κιόλας διαγράψει από την προσωρινή μνήμη της. Μάταια προσπάθησε να κρύψει την λύπη της. Οι ευαίσθητες κεραίες των παιδιών είχαν αντιληφθεί πως κάτι πολύ κακό βασάνιζε την δασκάλα τους. Κάποιο παιδί, που η περιέργεια το τσιγκλούσε, ρώτησε αν θα ερχόταν σήμερα η Μαρία. Η νεαρή δασκάλα απάντησε ξερά πως η Μαρία δεν θα ξαναρχόταν και βγήκε από την αίθουσα.
 «Εισπνοή… εκπνοή…» έλεγε στον εαυτό της σε μια προσπάθεια να μην χάσει και πάλι την ψυχραιμία της. Διαισθανόταν πως το χθεσινοβραδινό επεισόδιο θα επαναλαμβανόταν και προσπαθούσε με επιδεξιότητα να ελέγξει τον εαυτό της. Φαινόταν να χάνει τον έλεγχο, καθώς το σώμα της είχε αρχίσει να τρέμει, τα γόνατά της να λυγίζουν και τα χέρια της να κατευθύνονται και πάλι προς το κεφάλι της, όταν την είδε η διευθύντρια, την πήρε στο γραφείο της κι έστειλε την υποδιευθύντρια να προσέχει τα παιδιά.
 Ο γιακάς του πουκαμίσου της την έπνιγε, ακόμη κι αν δεν ακουμπούσε τόσο τον λαιμό της. Ένιωθε έναν πόνο στο στήθος κι ένα σφίξιμο στο στομάχι. Η φωνή της κυρίας Καίτης την έκανε να ξεχαστεί.
-Καταλαβαίνω. Δεν είναι εύκολο να χάνεις έναν άνθρωπο από την ζωή σου. Πόσο μάλλον ένα παιδί.
-Το παιδί. Εγώ της είπα να βγει έξω. Εγώ την παρότρυνα να παίξει με τα άλλα παιδιά. Στα χέρια μου έπεσε, άρχισε να κατηγορεί τον εαυτό της πριν την διακόψει η κυρία Καίτη.
-Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου. Μην τον κατηγορείς για κάτι που δεν μπορούσες να αποτρέψεις. Έπρεπε να σε έχω ενημερώσει. Το παιδί αυτό δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα. Κάποια στιγμή, είτε έβγαινε έξω είτε έμενε μέσα, θα πέθαινε. Και σίγουρα σαν παιδί κάποια στιγμή θα είχε την επιθυμία να παίξει και θα έπαιζε με ή χωρίς την δική σου παρότρυνση. Μην νιώθεις ενοχές. Ήταν επιλογή της να παίξει με τ’ άλλα παιδιά. Και ήταν χαρούμενη που έπαιζε μαζί τους.
 Πήγε να προβάλλει μια αμφιβολία, αλλά η διευθύντρια της είπε κοφτά: «όχι ενοχές». Την πρότρεψε να πάει στην κηδεία του κοριτσιού και να βρει την μητέρα του. Από αυτήν θα έπαιρνε περισσότερες απαντήσεις σε όσα την βασάνιζαν.
 Ήταν το νεκροταφείο που είχε δει στο όνειρό της. Αναγνώρισε όλα τα γλυπτά. Όταν είδε το τρισδιάστατο γλυπτό της μικρής Άννας πάνω στον τάφο της οικογένειας Μελά, στάθηκε να το θαυμάσει. Για λίγο μέσα της πίστεψε πως όντως το άγαλμα θα ζωντάνευε. Λίγο παραπάνω στο μακρύ μονοπάτι ένας παπάς έψελνε και μια μάνα είχε γονατίσει μπροστά σ’ έναν βαθύ λάκκο. Η εικόνα που ακολούθησε την σόκαρε. Ένα μικρό φέρετρο βυθίστηκε μες τον λάκκο. Λουλούδια έπεφταν από πάνω και το σκέπαζαν κι έπειτα έπεφτε το χώμα φτυαριά προς φτυαριά να σκεπάσει ένα χαμόγελο που έσβησε. Στην τελευταία φτυαριά ταρακουνήθηκε. Προσπάθησε να βρει δυνάμεις να προχωρήσει προς την μάνα, που ήταν ακόμα γονατισμένη. Ο υπόλοιπος κόσμος είχε φύγει με τον ίδιο αδιάφορο τρόπο που είχε έρθει. Ξέχασαν οι άνθρωποι να θρηνούν. Άφησε τα λουλούδια πάνω στο χώμα. Δεν άντεχε να το αντικρίζει κι έστρεψε το βλέμμα της στην μάνα.
-Πώς σε λένε; την ρώτησε η μάνα.
-Μαρία, απάντησε εκείνη.
-Συνωνυμία θα ‘ναι, ψέλλισε. Εσύ, Μαρία, γνώρισες πατέρα;
Έγνεψε καταφατικά. Οι λέξεις πλέον δεν έβγαιναν. Ένιωθε μια θηλιά να περνάει στον λαιμό της.
-Η κόρη μου όχι. Καημό το είχε να γνωρίσει τον μπαμπά της. Αλλά ούτε εγώ ήξερα ποιος ήταν. Δεν πρόσεχα.
Η Μαρία γονάτισε δίπλα της και περίμενε να ακούσει τη συνέχεια.
-Βλέπεις. Εγώ δεν πρόσεχα. Έβγαινα με όποιον ήθελα και κοιμόμουν με όποιον ήθελα. Μερικές φορές μπορεί να μην ήξερα ούτε το όνομά του. Αλλά τότε δεν με ένοιαζε. Εγώ δεν πρόσεχα και εξαιτίας μου υπέφερε το παιδί μου. Κάθε σαββατοκύριακο την έτρεχα στο πιο κοντινό νοσοκομείο.
-Τι είχε;
-Με το που την γέννησα, την πήραν οι γιατροί. Είχα διαγνωσθεί με HIV δεύτερου σταδίου. Όταν περνούσα το πρώτο στάδιο νόμιζα πως ήταν η εγκυμοσύνη μου δύσκολη και γι’ αυτό είχα τόσες ναυτίες και άλλα πολλά. Όταν γέννησα είχα ήδη μπει στο δεύτερο στάδιο. Γέννησα ένα παιδί μολυσμένο από μένα την ίδια. Οι γιατροί είπαν πως δεν θα αντέξει ούτε δύο χρόνια. Και άντεξε πέντε.
-Είχε πολύ θέληση να ζήσει. Το έβλεπα στα μάτια της.
-Πώς το έβλεπες;
-Εμείς οι δασκάλες παρατηρούμε τα παιδιά. Σχεδόν τα διαβάζουμε…
Η μάνα έπεσε πάνω της, την αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει γοερά. Μες τα δάκρυα που κυλούσαν σαν ποτάμι από τα μάτια της ζητούσε συγχώρεση από την νεαρή κοπέλα. Η Μαρία τώρα ήταν πιο ψύχραιμη και μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση. Καθησύχασε την μάνα και της μίλησε γλυκά, όπως θα μιλούσε στην μικρή Μαρία.
-Μην μου ζητάτε συγγνώμη. Το ότι έχουμε και οι δύο ένα μερίδιο ευθύνης σε όλο αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάρουμε όλη την ευθύνη. Η Μαρία ήταν ένα μικρό αγγελούδι που ήρθε να μας μάθει κάτι και αφού μας το έμαθε, έφυγε. Δεν μπορούμε να την φέρουμε πίσω, αλλά μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα για μας, γιατί αυτό θα θέλει κι εκείνη.
-Δεν φταις εσύ, κορίτσι μου. Εγώ φταίω. Για όλα εγώ. Δεν την φρόντισα, όπως έπρεπε. Ίσως αν είχα…
-Μην μπαίνετε σ’ αυτήν τη διαδικασία. Δεν έχει κανένα νόημα. Διώξτε τις ενοχές. Η Μαρία έκανε αυτό που ήθελε πάρα πολύ να κάνει. Ήθελε πολύ να παίξει με τ’ άλλα παιδιά. Δεν μπορούσαμε να την κρατήσουμε περισσότερο κοντά μας. Καλό είναι αυτό να το αποδεχτούμε.
-Ναι, αλλά αν…
-Αν δεν την είχα παροτρύνει να παίξει με τ’ άλλα παιδιά στην αυλή, η Μαρία θα ζούσε;
Επικράτησε σιωπή. Η μάνα έριξε ένα βλέμμα στον τάφο της κόρης της. Προσπαθούσε να δεχτεί ότι το παιδί της πλέον βρισκόταν εκεί. Η καρδιά της, όμως, ούρλιαζε και ράγιζε κι εκείνη μάζευε ένα προς ένα τα κομμάτια και τα φυλούσε σε μια γωνιά, για να τα κολλήσει αργότερα.
-Δεν φταις εσύ, είπε πάλι. Η Μαρία ήταν άρρωστη δύο μέρες. Δεν έτρωγε καλά. Φοβόταν μην κάνει εμετό.
Σαν ένα μικρό βάρος να ξεκόλλησε από τους ώμους της κοπέλας. Ήταν άρρωστη, λοιπόν, η χαμένη μαθήτριά της. Αυτό σήμαινε πως ο οργανισμός της είχε δώσει μια μάχη με μια απλή αρρώστια και λόγω της νόσου την είχε χάσει. Τα επόμενα λόγια της μάνας την άφησαν άφωνη.
-Θυμάμαι την πρώτη μέρα που αρρώστησε. Είχε πάρει ένα μικρό χαρτάκι και είχε ζωγραφίσει ένα αγγελούδι κι ένα παιδάκι. Την είχα ρωτήσει γιατί δεν είχαν πρόσωπα και μου είχε απαντήσει ότι θα τα έφτιαχνε την τελευταία στιγμή. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε ούτε βρήκα το χαρτάκι. Κάπου θα το έκρυψε.
 Το μυαλό της έκανε μόνο του μια αναδρομή στο παρελθόν και ο χρόνος σταμάτησε στην στιγμή πριν πέσει το κοριτσάκι στην αγκαλιά της. Είχε απλώσει το μικροσκοπικό χέρι της προς το μέρος της δασκάλας της. Καθώς έπεφτε, η δασκάλα την έπιασε από το χέρι αυτό και την τράβηξε στην αγκαλιά της. Όταν την έβαζαν στο ασθενοφόρο, η δασκάλα συνειδητοποίησε ότι στο χέρι της είχε ένα χαρτάκι, αλλά δεν του είχε δώσει σημασία. Σήμερα φορούσε την ίδια ζακέτα με χτες, που ήταν η αγαπημένη της, δώρο από την καλύτερή της φίλη. Καθώς έβαζε το χέρι στην τσέπη, ευχόταν να μην βρει κανένα χαρτάκι. Έβγαλε το χέρι της αργά και άνοιξε την παλάμη της. Η μάνα πήρε το χαρτί και το άνοιξε. Το αγγελούδι και το παιδάκι χαμογελούσαν. Στο κάτω μέρος ήταν γραμμένη η φράση «Σ’ αγαπώ». Η μάνα δάκρυσε.
-Βλέπεις. Δεν φταις εσύ. Το ήξερε ότι θα πέθαινε. Και σου άφησε ένα κομμάτι της εδώ στην γη, πριν πάει εκείνη στον ουρανό. Σου άφησε την αγάπη της.
 Έδωσε το χαρτάκι πίσω στη δασκάλα. Εκείνη ασυναίσθητα το γύρισε από την άλλη και είδε άλλη μια ζωγραφιά. Ένα μικρό κοριτσάκι ανάμεσα σε δύο γυναίκες και άλλα παιδιά.
-Νομίζω πως όλους μας αγαπάει. Απλώς δεν πρόλαβα να της μάθω να γράφει «σας αγαπώ». Γι’ αυτό το έγραψε στον ενικό.
Ένα αχνό γέλιο φώτισε τα βλέμματά τους. Σηκώθηκαν πιασμένες η μία από το μπράτσο της άλλης. Μπορεί το σώμα του κοριτσιού να βρισκόταν θαμμένο σε κείνον τον μικροσκοπικό τάφο, αλλά η ψυχή της, πριν ανέβει στον ουρανό, είχε γεμίσει με αγάπη για όλους όσους είχε γύρω της. Ακολούθησαν το μονοπάτι προς την έξοδο του νεκροταφείου. Οι φτερωτοί άγγελοι δεν θρηνούσαν ούτε έψελναν. Στέκονταν σιωπηλοί στις θέσεις τους. Τα μαρμάρινα παιδιά δεν έπαιζαν ούτε γελούσαν. Κοιτούσαν ευθεία μπροστά τους απορημένα. Η κοιμωμένη του Χαλεπά δεν κοιμόταν πια. Αν και ξύπνια, ονειρευόταν.
 Η Μαρία πήρε μια βαθιά ανάσα κι επανέλαβε στον εαυτό της όσα είχε ακούσει σήμερα: «Ψυχραιμία… Όχι ενοχές… Δεν φταις εσύ…»

                                                                               ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΚΡΕΜΗ ΛΙΑΔΗ, 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου